Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολυ-έραστος

См. также в других словарях:

  • τρισέραστος — ον, Μ πάρα πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος («πᾱσιν οὖν ἦν τρισέραστος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἐραστός «αγαπητός (< ἔραμαι), πρβλ. πολυ έραστος] …   Dictionary of Greek

  • πολυέραστος — ον, Α πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι έραστος, φιλ έραστος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»