-
1 πολυ-έραστος
πολυ-έραστος, vielgeliebt; Xen. Ages. 6, 8; Poll.
-
2 πολυέραστος
См. также в других словарях:
τρισέραστος — ον, Μ πάρα πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος («πᾱσιν οὖν ἦν τρισέραστος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἐραστός «αγαπητός (< ἔραμαι), πρβλ. πολυ έραστος] … Dictionary of Greek
πολυέραστος — ον, Α πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι έραστος, φιλ έραστος] … Dictionary of Greek