-
1 μαστός
μαστός, ὁ, [dialect] Ep., [dialect] Ion. [full] μαζός, Hom., Hdt. (exc. in 3.133, 5.18, where codd. give μαστός; twice in codd. of Trag., A.Ch. 531, E.Ba. 701); [dialect] Dor. [full] μασδός Theoc.3.16,48; later [full] μασθός LXX Is.32.12 (cod.A), al., Asclep. ap. Gal.13.934, Apoc.1.13 (v.l.), IG3.238A b, PMag.Lond.121.208, etc., also in codd. of A. Ch. 545:—usage contradicts the statement of Gramm. that μαζός is the man's breast, μαστός the woman's:— breast,δεξιτερὸν κατὰ μαζόν Il.5.393
; of men's breasts, ;βάλε στῆθος παρὰ μαζόν 8.121
, cf. Od.22.82, X.An.1.4.17, 4.3.6.2 more freq. of a woman's breast, μαζὸν ἀνέσχε, of Hecuba pleading with Hector, Il.22.80; εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον ib.83; γυναῖκά τε θήσατο μαζόν sucked her breast, 24.58;πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Od. 11.448
;σὺ δέ μ' ἔτρεφες.. τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ 19.483
; soφαίνουσαι τοὺς μαζούς Hdt.2.85
;τοὺς μ. ἀποταμοῦσα Id.4.202
;ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα Id.3.133
;προὔκειτο μαστῶν περονίς S.Tr. 925
; προσέσχε μαζόν, of the mother, A.Ch. 531; μαστὸν ἀμφέχασκε, of the child, ib. 545, cf. 897;μαστῶν ἀποστάς S.El. 776
;πῶλον ἀφέλξων σῶν ἀπὸ μαστῶν E.Hec. 142
(anap.), etc.II metaph., any round, breast-shaped object:1 round hill, knoll, Pi.P.4.8, X.An.4.2.6, Call.Del.48.3 at Paphos, breast-shaped cup, Apollod. Cyren. ap. Ath.11.487b, cf. IG7.3498 ([place name] Oropus), 11(4).1307.21 ([place name] Delos). -
2 ἐπίμαστος
ἐπί - μαστος ( ἐπιμαίομαι): of one who has been handled, hence ‘filthy,’ ἀλήτης, Od. 20.377†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπίμαστος
-
3 μαίομαι
Grammatical information: v.Meaning: `seek after, for, search for, touch, pursue', in present also `seek to attain' (Il.).Derivatives: Verbaladj.: ἀ-προτί-μαστος `untouched' (Τ 263), ἐπί-μαστος adjunct of ἀλήτης (υ 377), meaning unclear, cf. Bechtel Lex. s. v. - Nom. actionis: μάσμα n. `searching' (Cratin. 424, Pl. Kra. 421 b), μαστύς, - ύος f. `id.' (Call. Fr. 277; Benveniste Noms d'agent 73). -- Nom. agentis: μαστήρ m. (also f., Schwyzer 530) `searcher' (trag.), also name of an Athen. officer (Hyp.), cf. Benveniste 40, Fraenkel Nom. ag. 2, 4; with μάστειρα f. (A.), μαστήριος Έρμῆς `God of the tracing' (A.; Schulze Kl. Schr. 168 n. 3); Μάστωρ ep. PN (Benveniste 54, Fraenkel 1, 14; 2, 11); μαστρός m. name of a financial officer (Pellene, Rhodos, Delphi) with μαστρικός (Delphi IIa), μα-στρ(ε)ία, El. μαστράα = εὔθυνα (Messen. Ip, H.), cf. Schwyzer 532 w. n. 2, details in Fraenkel 1, 163 n. 2; as 1.(?) member in μαστρ-οπός m. f. `procur(ess)' with - οπικός, - οπεύω, - οπεία (Att.); hypocor. μάστρυς f. (Phot.). - Denomin. in -( τ)εύω (Schwyzer 732): μαστεύω `search' (Pi., A.; Epid., X.) with μάστ-ευσις (Epid. IVa, Archim.), - ευτής (X., Fraenkel 2, 62), - εία (VIp); vgl. ματεύω. -- Here perh. also PN like Εὔ-μαιος, Οἰνό-μαος, Μαίων (ep.). -- On μάστιξ, μάσθλης s. vv. On μαστροπός s.v, which is Pre-Greek.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The sigmatic forms, e.g. aor. - μάσσασθαι and ἀ-προτί-μαστος, make for μαίομαι a basis *μασ-ι̯ο-μαι possible; the σ-forms may however also belong to ματέω, ματεύω, s. v. - Usually μαίομαι `touch' and μαίομαι `strive, try' (the latter with gen.) are considered as two diff. verbs (Bechtel Lex. s. v., WP. 2, 220 a. 238f., Pok. 693 a. 704f., Schwyzer-Debrunner 105); but the meaning `try to reach, strive after' can be explained easily from the conative aspect of the present-stem. - No clear agreement. In the sense of `touch' compared with some words for `beckon with the hand etc.', e.g. OCS na-ma-jǫ, - jati `beckon', Lith. mó-ju, --ti `beckon', mos-úoti `turn, swing', with also μηνύω (s.v.); as `strive, try' however to μαιμάω, μῶμαι (s. vv.). -- After Belardi Maia 2, 277ff. (s. also Doxa 3, 213) as `touch' to μάρη etc.Page in Frisk: 2,161-162Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαίομαι
-
4 σπαργάω
A to be full to bursting, swell, be ripe,μαστὸς σπαργῶν E.Ba. 701
, cf. Cyc.55 (lyr.); of nursing mothers, swell with milk, Pl.R. 460c (metaph., Id.Smp. 206d); σ. τοὺς μαστοὺς ὑπὸ γάλακτος or γάλακτι, D.H.1.79, Plu.2.320d.3 of plants, Poll. 1.230.II metaph., swell with desire or passion, Pl.Phdr. 256a;πρὸς δόξαν Plu.2.1100a
, cf. 585c;ἐπὶ τὴν βασιλείαν Id.Art.3
: abs., wax wanton, be insolent,σπαργῶσαν.. τὴν ἀρχὴν ὁρῶν Pl.Lg. 692a
;ὀλιγαρχία-ῶσα Plu.Lyc.7
;- ῶντι τῷ δήμῳ Id.Comp.Per.Fab.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαργάω
См. также в других словарях:
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
mā-1 — mā 1 English meaning: to beckon with the hand; to deceive Deutsche Übersetzung: “with the Hand winken”; from “verstohlen zuwinken” dann “vorspiegeln, betrũgen, zaubern” Note: (extended müi ?) Material: O.Ind. müyü… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ούθαρ — οὖθαρ, ατος, τὸ, πληθ. οὔθατα και οὔθαρα (Α) 1. μαστός ζώου («γάλακτος οὔθατα πιδῶσιν», Θεόκρ.) 2. το στήθος τών γυναικών μαζί με τους μαστούς («πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;», Αισχύλ.) 3. φρ. «οὖθαρ ἀρούρης» μτφ. γονιμότατη, πλουσιότατη γη 4 … Dictionary of Greek
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
επιμάστιος — ἐπιμάστιος, ον (Α) επιμαστίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μάστιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ποτι μάστιος)] … Dictionary of Greek
επιμαστίδιος — ἐπιμαστίδιος, ον (Α) (για βρέφος) αυτός που θηλάζει ακόμη («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μαστίδιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο μαστίδιος)] … Dictionary of Greek
επιτίτθιος — ἐπιτίτθιος, ον (Α) 1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο 2. (το αρσ. και ως ουσ.) ὁ ἐπιτίτθιος βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… … Dictionary of Greek
μεταμάζιος — μεταμάζιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον το μεταξύ τών μαστών μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επι μάζιος, υπο μάζιος] … Dictionary of Greek