-
1 μαστρός
μαστρός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαστρός
-
2 μαστροί
μαστρόςmasc nom /voc pl -
3 δαμοσιομάστας
δᾱμοσιομάστας, ὁ, official title, prob.A = μαστρός (q.v.), IG5(1).47 (Sparta, ii A.D.); -μαστης, ib.554.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαμοσιομάστας
-
4 ἀμάστρευτος
A unexamined, IG5(2).357.38 (Stymphalus, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμάστρευτος
-
5 μαίομαι
Grammatical information: v.Meaning: `seek after, for, search for, touch, pursue', in present also `seek to attain' (Il.).Derivatives: Verbaladj.: ἀ-προτί-μαστος `untouched' (Τ 263), ἐπί-μαστος adjunct of ἀλήτης (υ 377), meaning unclear, cf. Bechtel Lex. s. v. - Nom. actionis: μάσμα n. `searching' (Cratin. 424, Pl. Kra. 421 b), μαστύς, - ύος f. `id.' (Call. Fr. 277; Benveniste Noms d'agent 73). -- Nom. agentis: μαστήρ m. (also f., Schwyzer 530) `searcher' (trag.), also name of an Athen. officer (Hyp.), cf. Benveniste 40, Fraenkel Nom. ag. 2, 4; with μάστειρα f. (A.), μαστήριος Έρμῆς `God of the tracing' (A.; Schulze Kl. Schr. 168 n. 3); Μάστωρ ep. PN (Benveniste 54, Fraenkel 1, 14; 2, 11); μαστρός m. name of a financial officer (Pellene, Rhodos, Delphi) with μαστρικός (Delphi IIa), μα-στρ(ε)ία, El. μαστράα = εὔθυνα (Messen. Ip, H.), cf. Schwyzer 532 w. n. 2, details in Fraenkel 1, 163 n. 2; as 1.(?) member in μαστρ-οπός m. f. `procur(ess)' with - οπικός, - οπεύω, - οπεία (Att.); hypocor. μάστρυς f. (Phot.). - Denomin. in -( τ)εύω (Schwyzer 732): μαστεύω `search' (Pi., A.; Epid., X.) with μάστ-ευσις (Epid. IVa, Archim.), - ευτής (X., Fraenkel 2, 62), - εία (VIp); vgl. ματεύω. -- Here perh. also PN like Εὔ-μαιος, Οἰνό-μαος, Μαίων (ep.). -- On μάστιξ, μάσθλης s. vv. On μαστροπός s.v, which is Pre-Greek.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The sigmatic forms, e.g. aor. - μάσσασθαι and ἀ-προτί-μαστος, make for μαίομαι a basis *μασ-ι̯ο-μαι possible; the σ-forms may however also belong to ματέω, ματεύω, s. v. - Usually μαίομαι `touch' and μαίομαι `strive, try' (the latter with gen.) are considered as two diff. verbs (Bechtel Lex. s. v., WP. 2, 220 a. 238f., Pok. 693 a. 704f., Schwyzer-Debrunner 105); but the meaning `try to reach, strive after' can be explained easily from the conative aspect of the present-stem. - No clear agreement. In the sense of `touch' compared with some words for `beckon with the hand etc.', e.g. OCS na-ma-jǫ, - jati `beckon', Lith. mó-ju, --ti `beckon', mos-úoti `turn, swing', with also μηνύω (s.v.); as `strive, try' however to μαιμάω, μῶμαι (s. vv.). -- After Belardi Maia 2, 277ff. (s. also Doxa 3, 213) as `touch' to μάρη etc.Page in Frisk: 2,161-162Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαίομαι
См. также в других словарях:
μάστρος — μάστρος, ὁ (Μ) βλ. μάστορας … Dictionary of Greek
μαστρός — μαστρός, ὁ (Α) (στην Πελλήνη, στη Ρόδο και στους Δελφούς) τίτλος οικονομικού υπαλλήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ τού μαίομα* «ερευνώ» + επίθημα τρός (πρβλ. δαι τρός, ια τρός)] … Dictionary of Greek
μαστροί — μαστρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
μαστρεύω — (Α) [μαστρός] υπηρετώ ως μαστρός* … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
κατάμαστρος — κατάμαστρος, ον (Α) ο υπεύθυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαστρός (οικονομικό αξίωμα) (< μαίομαι] … Dictionary of Greek
μάστρυς — μάστρυς, υος, ἡ (Μ) μαστροπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστρός + επίθημα τρυς (πρβλ. ρύ τρυς, φέρ τρυς)] … Dictionary of Greek
μαστράα — μαστράα, ἡ (Α) [μαστρός] η μαστρία* … Dictionary of Greek
μαστρεία — και μαστρία και μαστράα, ἡ (Α) [μαστρός] ευθύνη («μαστρεῑαι αἱ τῶν ἀρχόντων εὔθυναι», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
μαστρείον — μαστρεῑον, τὸ (Α) [μαστρός] συνέλευση τών μαστρών* … Dictionary of Greek