-
1 ἐπι-κήριος
ἐπι-κήριος, = Folgdm, Heraclit. bei Luc. vit. auct. 14.
-
2 ἐπίκηρος
ἐπί-κηρος, u. ἐπι-κήριος, dem Verhängnisse, dem Tode ausgesetzt, sterblich, hinfällig, vergänglich; τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δυςαλϑές, die Hinfälligkeit. Adv., τῆς φιλοσοφίας ἐπικήρως διακειμένης, es steht schwach mit der Philosophie
См. также в других словарях:
πολυκήριος — ον, Α πολύ θανατηφόρος, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηριος (< κήρ, κηρός, ἡ, «θάνατος, καταστροφή»), πρβλ. επι κήριος] … Dictionary of Greek