-
101 ἐπιδρούω
A hammer in, , cf. IG22.463.64; τὸν ἵππον καὶ τὸν ἄνδρα τὸν -κρούοντα ib.12.374.173; χθόνα βάκτροις striking the ground.., A.Ag. 202 (lyr.); ἐ. τῇ χειρὶ τὸ ξίφος clap one's hand on one's sword, Plu.Pomp.58: metaph., jeer at,εἴς τινα Macho
ap.Ath.13.579b.III. Medic., use percussion, Aret.SA1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδρούω
-
102 ἐπιζευκτήρ
A strap, trace, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιζευκτήρ
-
103 ἐπιζευκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιζευκτικός
-
104 ἐπίζευξις
II. Gramm., repetition of a word, Hdn. Fig.p.99 S., Phoeb.Fig.1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίζευξις
-
105 ἐπιζώννυμι
A gird on:—[voice] Pass., ἐπεζωσμέναι with their clothes girt on so as to leave the breast bare, v.l. for ὑπεζωμέναι in Hdt.2.85; ἐπε ζωσμένοςἐγχειρίδιον girt with.., Plu.CG15 codd.; ταινίαις τὸν χιτῶναἐπιζωσθείς Paus.9.39.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιζώννυμι
-
106 ἐπιζώστρα
ἐπι-ζώστρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιζώστρα
-
107 ἐπιθαλπής
ἐπι-θαλπής, ές,A = τερπνός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθαλπής
-
108 ἐπιθάλπω
II. comfort afterwards, BCH47.284 (Macedonia, [voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθάλπω
-
109 ἐπίθαλψις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίθαλψις
-
110 ἐπιθλίβω
A press upon the surface, D.S.3.14; tread,ὀπώρην Nonn.D.7.91
; crowd round, App.BC4.45: metaph., repress, check, Plu.2.782d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθλίβω
-
111 ἐπίθλιψις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίθλιψις
-
112 ἐπιθυσιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθυσιάω
-
113 ἐπιθύσιμα
A sacrificial victims, IG22.1672.295.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθύσιμα
-
114 ἐπίθυσις
A burning of incense, BMus.Inscr. 789 ([place name] Cnidus), Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10 codd.; λιβανωτοῦκαὶ ἀρωμάτων OGI383.142
(pl., Nemrud Dagh, i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίθυσις
-
115 ἐπιθύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθύτης
-
116 ἐπίκαυμα
2. ulcer on the eye, esp. the cornea, Gal.12.758, 14.774, 19.434.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκαυμα
-
117 ἐπίκαυσις
II. inflammation of the surface, scorching up, joined with ἐρυσίβη, Pl.Ax. 368c.III. = foreg. 2, Dsc.2.136 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκαυσις
-
118 ἐπικαυστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαυστέον
-
119 ἐπίκαυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκαυτος
-
120 ἐπίκλασμα
A weakening, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκλασμα
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek