-
81 ἐπιγνωρίζω
II. recognize, J.AJ19.3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγνωρίζω
-
82 ἐπίγνωσις
A recognition, c.gen., Phld.Lib. p.49O.;σφραγίδων Hdn.7.6.7
; [τινῶν] διὰ βοῆς, δι' ὀμμάτων, J.BJ6.2.6;ἐς ἐπίγνωσιν App.Praef.13
; recognition of a mistake, D.S.17.114; determination of a fact, PTeb.24.23 (ii B.C.).2. knowledge,τινός Plb.3.7.6
, 3.31.4, Attal. ap. Hipparch.1.8.10, cf.Ph.Bel.59.2; τοῦμέλλοντος Ph.2.222
;μουσικῆς Plu.2.1145a
; , cf.Ep. Rom.10.2, etc.; τὸν θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει ib.1.28, etc.; λαβὼν κανόναςεἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας Arr.Epict.2.20.21
, cf. S.E.M.7.259; ἐ. ἐπιστημονική scientific theory, Theol.Ar.17.II. decision, πρὸς- σιν κεκαθίκασιν SIG826
D16; θεῶν ἐ. Him. Or.1.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίγνωσις
-
83 ἐπιγνωστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγνωστέον
-
84 ἐπιγνωστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγνωστικός
-
85 ἐπίγνωστος
ἐπί-γνωστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίγνωστος
-
86 ἐπιγνώωσι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγνώωσι
-
87 ἐπίδερμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίδερμα
-
88 ἐπιδερματίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδερματίς
-
89 ἐπιδερμίς
A outer skin, epidermis, Hp.Nat.Puer.20, etc.II. web of water-birds' feet, Arist. ap. Sch.Il.2.460.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδερμίς
-
90 ἐπίδεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίδεσις
-
91 ἐπίδεσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίδεσμα
-
92 ἐπιδεσμεύω
A bind up, AP 11.125.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδεσμεύω
-
93 ἐπιδεσμέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδεσμέω
-
94 ἐπιδέσμια
ἐπι-δέσμια, τά,A gloss on δέσματα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδέσμια
-
95 ἐπιδεσμίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδεσμίς
-
96 ἐπιδεσμοχαρής
ἐπι-δεσμοχᾰρής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδεσμοχαρής
-
97 ἐπιδόσιμος
ἐπι-δόσιμος, ον,A given over and above,ἐ. παρὰ τἆλλα τοῦτ' ἔσται Alex.65
; ἐ. [δεῖπνα] to which unexpected luxuries have been added, Crobyl.5.II. contributed freely,τριήρης IG22.1629.960
, cf. 950, Inscr.Prien.112.100 (i B.C.).2. ἐπιδόσιμος (sc. λόγος), ὁ, section of a document, PRyl.233.11 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδόσιμος
-
98 ἐπίδοσις
II. free gift, esp. voluntary contribution to the state, `benevolence', benefaction,οἱ τὰς μεγάλας ἐπιδόσεις ἐπιδόντες D.18.171
; ἐγένοντ' εἰς Εὔβοιαν ἐπιδόσεις παρ' ὑμῖν πρῶται κτλ. Id.21.161, cf. Thphr.Char.22.3; (i B.C.); charitable endowment, POxy.705.59 (iii A.D.).III. handing in of a petition, return, etc., BGU1193.11 (i B.C.), etc.IV. () increase, advance, progress,ἐ. ἐς πλῆθος τοῦ ῥυφήματος Hp.Acut.12
; progress of disease, Gal.1.198; ἐ. ἔχειν to be capable of progress or improvement, Pl.Tht. 146b, Smp. 175e, cf. Plb.1.20.2;ἐ. λαμβάνειν πρός τι Isoc.15.267
, cf. Arist.Cat. 10b28;ἐ. ποιῆσαι τοῖς πράγμασι Plb.1.36.2
; ἡ ἐ. γίγνεται ; τῶν τεχνῶν αἱ ἐ. ib. 1098a25; ἡ τρίτη ἐ. τῆς ὀλιγαρχίας stage, Id.Pol. 1293a27.b. devotion, addiction, τινός to a thing, D.H.Comp.4 codd.; ἐ. μὲν εἰς τιμὴν πλούτου.., ὀλιγωρία δὲτῶν καλῶν Gal.10.172
.2. giving way, relaxation, of sinews, Hp. Art.8 (pl.); ἐ. ἐπιδοῦναι ib.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίδοσις
-
99 ἐπιδοτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδοτήρ
-
100 ἐπιδοτικός
II. ready to give way, Hp.Mochl.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδοτικός
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek