-
61 ἐπιβλεπτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλεπτέον
-
62 ἐπίβλεψις
3. Astrol., being in aspect, Procl.Par.Ptol. 166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίβλεψις
-
63 ἐπίβλημα
A that which is thrown over, covering, Nicostr. Com.15; coverlet, bedspread, IG12(5).593.4 (Iulis, v B.C.), Gal.14.638, Sor.1.85; head-covering, Gal.UP11.12.2. tapestry, hangings, Plu.Cat.Ma.4, Arr.An.6.29.5.II. that which is put on, piece of embroidery,ἐ. ποικίλον IG12.387.28
, 22.1514.31; mantle, LXX Is.3.22.2. patch, Ev.Matt.9.16, etc.3. outer bandage, Paul. Aeg.6.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίβλημα
-
64 ἐπιβληματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβληματικός
-
65 ἐπιβλής
II. cover, ib.7.479 (Theodorid.).III. ἡ ἐ. (sc. δοκός) cross-beam, Lys.Fr. 175 S., IG11.144A58 (Delos, iv B.C.), 22.463.62, 1672.193.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλής
-
66 ἐπιβλητέον
A one must apply,ἀμυχάς Antyll.
ap. Orib.7.18.3;ἐμβροχάς Paul.Aeg.3.43
; προσθέτοισιἐς τὴν χώρην Aret.CA2.10
; one must make an attempt,τινί Artem.1.11
.2. -τέον, τό, accessory reagent, Ps.-Democr. p.47B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλητέον
-
67 ἐπιβλητικός
A apprehending directly (v.ἐπιβολή 1.2b
),τρόπος Epicur.Nat.28.6
;νοήσεις Iamb.Protr.4
; quick to apprehend,τοῦ ἀληθοῦς Alex.Aphr. in Top.584.13
, cf. Herm. in Phdr.p.113A. Adv. - κῶς by direct apprehension, Epicur.Ep.1p.12U., Phlp.in de An. 547.9, Id. in AP0.332.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλητικός
-
68 ἐπιβλήτιον
ἐπι-βλήτιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλήτιον
-
69 ἐπίβλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίβλητος
-
70 ἐπιβλύζω
A pour forth, AP9.349 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλύζω
-
71 ἐπιβλύξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλύξ
-
72 ἐπιβλυσμός
ἐπι-βλυσμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλυσμός
-
73 ἐπιβλύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλύω
-
74 ἐπίβρεγμα
A wet application, lotion, Philonid. ap. Ath.15.692; affusion, douche, Dsc.4.170, Gal.19.720; decoction, Ruf.Ren.Ves.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίβρεγμα
-
75 ἐπιβρεκτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβρεκτέον
-
76 ἐπιγνώμας
ἐπι-γνώμας, α,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγνώμας
-
77 ἐπιγνώμη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγνώμη
-
78 ἐπιγνωμονεύω
A hold this office, ib.275.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγνωμονεύω
-
79 ἐπιγνωμοσύνη
ἐπι-γνωμοσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγνωμοσύνη
-
80 ἐπιγνώμων
A arbiter, umpire, judge, c.gen.rei, Pl.Lg. 828b, LXX Pr.12.26, CIG(add.) 3641b27 ([place name] Lampsacus);αἰτιῶν Plu.Cam.18
; ὀσφρήσιος, of the nose, Hp.Ep.23; ἐ. τῆς τιμῆς appraiser, D.37.40: abs., Luc.Deor. Conc.15.2. in pl., inspectors, Lys.7.25 ap.Harp. ( γνώμονας codd.).III. acquainted with, φύσεως, γυναικῶν, Ph.1.29, 2.274;τέχνης S.E.M.7.56
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγνώμων
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek