-
1 επίδεσις
-
2 ἐπίδεσις
-
3 ἐπίδεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίδεσις
-
4 επιδέσει
ἐπίδεσιςbandaging: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπιδέσεϊ, ἐπίδεσιςbandaging: fem dat sg (epic)ἐπίδεσιςbandaging: fem dat sg (attic ionic) -
5 ἐπιδέσει
ἐπίδεσιςbandaging: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπιδέσεϊ, ἐπίδεσιςbandaging: fem dat sg (epic)ἐπίδεσιςbandaging: fem dat sg (attic ionic) -
6 επιδέσεις
ἐπίδεσιςbandaging: fem nom /voc pl (attic epic)ἐπίδεσιςbandaging: fem nom /acc pl (attic) -
7 ἐπιδέσεις
ἐπίδεσιςbandaging: fem nom /voc pl (attic epic)ἐπίδεσιςbandaging: fem nom /acc pl (attic) -
8 επιδεσίων
-
9 ἐπιδεσίων
-
10 επιδέσεσι
-
11 ἐπιδέσεσι
-
12 επιδέσεσιν
-
13 ἐπιδέσεσιν
-
14 επιδέσεων
-
15 ἐπιδέσεων
-
16 επιδέσεως
-
17 ἐπιδέσεως
-
18 επιδέσιας
-
19 ἐπιδέσιας
-
20 επιδέσιες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπίδεσις — bandaging fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέσει — ἐπίδεσις bandaging fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιδέσεϊ , ἐπίδεσις bandaging fem dat sg (epic) ἐπίδεσις bandaging fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέσεις — ἐπίδεσις bandaging fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίδεσις bandaging fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεσίων — ἐπίδεσις bandaging fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέσεσι — ἐπίδεσις bandaging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέσεσιν — ἐπίδεσις bandaging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέσιας — ἐπίδεσις bandaging fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέσιες — ἐπίδεσις bandaging fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέσιος — ἐπίδεσις bandaging fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίδεσιν — ἐπίδεσις bandaging fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek