Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπι-κελεύω

См. также в других словарях:

  • επικελεύω — ἐπικελεύω (Α) ενθαρρύνω, παροτρύνω, προτρέπω (α. «ἐγὼ δ’ ἐπεκέλευσά σοι», Ευρ. β. «καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κελεύω «παρακινώ, προτρέπω»] …   Dictionary of Greek

  • κελευτιώ — κελευτιῶ, άω (Α) (θαμιστ. τού κελεύω απαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. ως επικ. τ.) προτρέπω, ξεσηκώνω, παροτρύνω συνεχώς («Αἴαντε κελευτιόωντ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην» οι δύο Αίαντες σύχναζαν παντού πάνω στους πύργους παροτρύνοντας συνεχώς τους… …   Dictionary of Greek

  • θεοκέλευστος — θεοκέλευστος, ον (AM) αυτός που έχει οριστεί, που έχει διαταχθεί από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κέλευστος (< κελεύω), πρβλ. αν επι κέλευστος, αυτο κέλευστος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»