-
1 επιτρόπους
-
2 ἐπιτρόπους
-
3 ἐπιτρόπους
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιτρόπους
-
4 ἐπί-τροπος
ἐπί-τροπος, hingewandt, Schol. Lycophr. 1. – Gew. subst. der Aufseher, Verwalter, von der Gottheit, der Schützer, Pind. Ol. 1, 106; τῶν οἰκίων Her. 3, 63; τῶν ἑωυτοῦ 1, 108; τῆς σκηνῆς Xen. Cyr. 4, 2, 35; ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐπ. Oec. 12, 2; οἱ ἐν τοῖς χωρίοις Plat. Legg. VIII, 849 d; neben ταμίας Ar. Eccl. 212; Geschäftsführer, Dem. 27, 19; bes. der Vormund, Her. 9, 10; Thuc. 2, 80; Plat. Alc. I, 118 c u. öfter; τὴν κτῆσιν τοὺς ἐπιτρόπους ἐπιτροπεύειν Legg. IX, 877 c; Oratt.; Plut. Lys. 3 Dem. 6 u. sonst; – Statthalter, τῆς Μέμφιος Her. 3, 27, Μιλήτου 5, 30; u. bes. Sp. in den Provinzen, ὁ κατὰ τὴν Λιβύην ἐπ. Hdn. 7, 4, 5.
-
5 ἐπιγράφω
A mark the surface, graze,ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα φωτός Il.4.139
, cf. 13.553, Poll.4.179; μιν ἐπιγράψας having put a mark on the lot, Il. 7.187; ἄκροις δακτύλοις ἐ. trifle with dishes, Luc.Am.42.—In Hom. the word has not the sense of writing.II. write upon, inscribe,γράμματα Hdt.3.88
;τάδε Id.4.88
;ἐ. ὀνομαστὶ τὰς πόλεις Th.1.132
, cf. D.59.97;ἐπίγραμμα ὃ.. προείλεθ' ἡ πόλις αὐτοῖς ἐπιγράψαι Id.18.289
: abs.,ἐ. τοῖς ἀναθήμασι IG12.76.43
; esp. write or place an epitaph on a tomb, ib.14.1835, al., 7.2543.9: [voice] Med., have inscribed, ἐπεγράφουτὴν Γοργόνα Ar.Ach. 1095
(with play on 111.5);ἐλεγεῖον Th.1.132
:—[voice] Pass., of the inscription, to be inscribed upon, ἐπιγέγραπταίοἱ τάδε Hdt.5.77
, cf. 7.228; ; [ἐπίγραμμα] ὃ Μίδᾳ φασὶν ἐπιγεγράφθαι over or on the tomb of Midas, Pl.Phdr. 264c; ἐπιστολὴ -γεγραμμένη addressed, of a letter, Plb.16.36.4, cf. Plu.Cic.15; also, to have something inscribed upon one, ἐπεγράφοντο ῥόπαλα, ὡς Θηβαῖοι ὄντες used to bear clubs upon their shields, X.HG7.5.20; so ἀσπὶς ἐπιγεγραμμένη τὰς ὁμολογίας having the articles inscribed upon it, D.H.4.58.2. entitle,τοῦτο τὸ δρᾶμα Καλλίμαχος ἐ. Εὐνοῦχον Ath.11.496f
; αἱ -όμεναιΜαιανδρίου ἱστορίαι Inscr.Prien.37.104
(ii B.C.).3. sign, append a signature to, (iii B.C.); ἐ. τὸν Ἀντώνιον sign Antonius' name, App.BC5.144; αὑτοῦ ποιήματα ἐπέγραψεν (sc. τοῖς Ἑρμαῖς) inscribed poems signed by himself, Pl.Hipparch. 228d.4. write subsequently,αἱ ἐπιγραφεῖσαι διαθῆκαι J.AJ17.9.4
.III. freq.as law-term: 1. set down the penalty or damages in the title of an indictment (cf. ), τί δῆτά σοι τίμημ' ἐπιγράψω τῇ δίκῃ; Ar.Pl. 480; μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν καθ' ἕκαστον ἀδίκημα ἐ. Lexap.Aeschin.1.38; τὰ ἐπιγεγραμμένα the damages claimed, D.29.8, cf. Pl.Lg. 915a; τιμημάτων- μένων Isoc.16.47
:—[voice] Med., Lexap.Aeschin.1.16.b. of a lawgiver, assign a punishment,τὰ μέγιστα ἐπιτίμια Aeschin.1.14
:— [voice] Pass., Din.2.12.c. make note of, enter, τὴν πρόφασιν, in inflicting a fine, Arist.Ath.8.4.2. register the citizens' names and property, with a view to taxes, lay a public burden upon one (cf.ἐπιγραφή 11.2
),ἐμαυτῷ.. τὴν μεγίστην εἰσφοράν Isoc.17.41
, cf. Arist.Oec. 1351b2; ἐ.δήμοις καὶ δυνάσταις στρατιωτῶν καταλόγους Plu.Crass.17
, cf. PHib.1.44.3 (iii B.C., [voice] Pass.), etc.; but ἐ. τινὰ προστίμοις visit with penalties, D.S.12.12(s.v.l.).b. assess, :—[voice] Pass., .3. generally, register or enter in a public list,ἐπιγράψαι σφᾶς αὐτοὺς ἐπιτρόπους Is.6.36
; ἐ. τινὰ εἰς τοὺς πράκτορας register his name among the πράκτορες, Decr. ap. And.1.77 ([voice] Pass.):—[voice] Med., ἐπεγράψαντο πολίτας enrolled fresh citizens, Th.5.4;ξένην καὶ ξένον γονέας -ψάμενος D.57.51
; πῶς οἷόν τε τῷ ἀνδρὶ δύο πατέρας -ψασθαι; Is.4.4 (later in [voice] Act., ἑαυτῷ τινὰ πατέρα - γράφων claiming as his father, App.BC1.32).4. [voice] Med., ἐπιγράφεσθαι μάρτυρας cause to be endorsed on a deposition as witnesses, D.54.31;κλητῆρα οὐδ' ὁντινοῦν ἐπιγραψάμενος Id.21.87
; but ἐπιγράφεσθαι τίμημα τῷ κλήρῳ set one's valuation on the property, Is.3.2.5. προστάτην ἐπιγράψασθαι choose a patron, and enter his name as such in the public register (as μέτοικοι at Athens were obliged to do), Ar. Pax 684; so prob. ἐπεγράφοντο shd. be restored for - γραφον in Luc. Peregr.11;ἐπιγράψασθαί τινα κύριον D.43.15
; οἱ τὸν Πλάτωνα ἐπιγραφόμενοι, i.e. the Platonists, Luc.Herm.14:—[voice] Pass.,κύριος ἐπιγεγράφθαι D.43.15
, cf. POxy.251.32 (i A.D.),al.b. metaph., Ὅμηρον ἐπιγράφεσθαι attribute one's fluency to Homer, Luc.Dem.Enc.2; πρεσβυτέρους ἐ. χρόνους claim the authority of greater antiquity, Id.Am. 35.IV. ἐπιγράψαι ἐαυτὸν ἐπί τι claim credit for, Aeschin.3.167;ἀλλοτρίοις ἐαυτὸν πόνοις Ael.NA8.2
, cf. Plu.Pomp.31; αὐτὸς ἐ. τὴν νίκην claim as his own, J.AJ7.7.5:—so [voice] Med. and [voice] Pass., τοιούτων ῥητόρων ἐπὶ τὰς τοῦ δήμου γνώμας ἐπιγραφομένων inscribing their names on.., Aeschin.1.188;ἐπιγράφεσθαι ἀλλοτρίαις γνώμαις D.59.43
; τὸν ; οἱ ἐπιγεγραμμένοι ἢ φυλάττοντες the parties whose names were endorsed upon the συνθῆκαι as securities, Arist.Rh. 1376b4; οἱ ἐπιγραφόμενοι τοῖςδόγμασι D.H.6.84
; ἡμεῖς δ' ἐσμὲν ἐπιγεγραμμένοι we are merely the endorsers, Men.482.8.V. ascribe to,τοῖς θεοῖς τὸ ἔργον Hld.8.9
(butθεὸν τῇ πομπῇ Philostr.VA8.12
):—[voice] Med.,Φοίβῳ τὰς ἀνίσους χεῖρας AP9.263
(Antiphil.).2. claim credit for,τὰ ὑπὸ ἄλλων εὑρημένα J.AJ3.4.2
; assume, προσωνυμίαν Plu Demetr.42; ἐπεγράψατοτὴν ἑαυτοῦ προσηγορίαν Id.Tim.36
:—[voice] Pass., of books, to be ascribed,τινί Gal.15.25
.3. predicate of,φυγὴν οὐ φυγόντι Philostr.VS2.1.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγράφω
-
6 ἐπίτροπος
A one to whom the charge of anything is entrusted, steward, trustee, administrator, c.gen. rei,τῶν ἑωυτοῦ Hdt.1.108
;τῶν οἰκίων Id.3.63
: abs., X.Oec.12.3, D.21.78, 27.19, Ev.Luc.8.3, etc.; steward, messman, X.Cyr.4.2.35 : metaph.,τῶν [τοῦ Πρωταγόρου] ἐ. Pl.Tht. 165a
.2 = Lat. procurator,Καίσαρος ἐ. Str.3.4.20
, Plu.2.813e, etc.; ἐ. Σεβαστοῦ, -τῶν, OG1502.10 (Aezani, ii A.D.), 501.2 (Tralles, ii A.D.);ἐ. τῆς Ἠπείρου Arr.Epict.3.4.1
;τῶν μετάλλων OG1678.5
(Egypt, ii A.D.), etc.4 executor, PPetr.3p.9, al.(iii B.C.).II c.gen.pers., trustee, guardian, Hdt.4.76, Th.2.80, etc.;ἐ. τινι παίδων Hyp.Epit.42
: abs., Pl.Lg. 924b, etc.;ὑπὸ ἐπιτρόπους εἶναι Ep.Gal.4.2
;καθιστάναι ἐ. PRyl.153.18
(ii A.D.): metaph., guardian, protector,θεὸς ἐ. ἐών Pi.O.1.106
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτροπος
См. также в других словарях:
ἐπιτρόπους — ἐπίτροπος one to whom the charge of anything is entrusted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
αγέλαστος — Επώνυμο δύο αξιωματούχων του Βυζαντίου. 1. Γεώργιος (14ος αι.). Ένας από τους πέντε επιτρόπους (δεπουτάτους) της Χίου, που το 1346 αντιστάθηκαν γενναία στην επίθεση των Γενουατών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν το… … Dictionary of Greek
Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
επιτροπαρχεία — ἐπιτροπαρχεία, ἡ (Μ) η εξουσία που ασκείται από επιτρόπους … Dictionary of Greek
ονήτωρ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Πατέρας του Φρόντιδα, κυβερνήτη του πλοίου του Μενέλαου, του οποίου την προσωπογραφία φιλοτέχνησε ο μεγάλος ζωγράφος Πολύγνωτος σε τοιχογραφία στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς. 2. Ιερέας του Δία στο όρος Ίδη… … Dictionary of Greek
περγαμηνή — Δέρμα, συνήθως από πρόβατο, κατεργασμένο κατάλληλα ώστε να χρησιμοποιείται για διάφορες χρήσεις (όπως η βιβλιοδεσία, η μικρογραφία κλπ.), αλλά κυρίως για τη γραφή ή εκτύπωση πολυτελών εκδόσεων. Χειρόγραφη προκήρυξη σε περγαμηνή του Δόγη της… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
Αικατερίνη Βαλουά — (Catherine de Valois, 1301 – 1346). Επίτιμη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, κόρη του Καρόλου Βαλουά και της Αικατερίνης Κουρτενέ. Το 1313 παντρεύτηκε τον Φίλιππο ντ’ Ανζού, ηγεμόνα του Τάραντα και πρίγκιπα της Αχαΐας, ο οποίος από τότε ονομάστηκε… … Dictionary of Greek