-
1 ἐπιτροπεύω
A to be an administrator, guardian, etc.2 c. gen.,Λεωβώτεω Hdt.1.65
;Αἰγύπτου ἐ. Id.3.15
; τοῦ πλήθεος ib.82;Βαβυλῶνος Id.7.62
; (ii A.D.);χώρας J.AJ11.4.6
([voice] Med., v.l. [voice] Act.).3 c. acc., govern, manage,τὴν πατρίδα Hdt.3.36
;πόλιν Id.8.127
, Pl.R. 519c; , al.;τὴν κτῆσιν Pl.Lg. 877c
:—[voice] Pass., to be managed by bailiffs, Arist.Oec. 1345a8.b c. acc. pers., ἐ. τινά to be guardian and regent for him, Th.1.132, Lys.10.5:—[voice] Pass., to be under guardians, Is.1.10; (Ephesus, iii B. C.), etc.; κακῶς.. ἐπιτροπευθῆναι to be ill-treated by one's guardians, Pl.Lg. 928c, cf. D.27.5 ; : metaph.,ὁ σοφὸς -εύεται ὑπὸ θεοῦ Porph. Marc.16
.4 in Roman Law, to be procurator, IG14.911, Plu. 2.471a, etc.; τῆς Ἰουδαίας v.l.in Ev.Luc.3.1.II = ἐπιτρέπω, grant, allow,δίαιταν Is.5.31
codd. [suff] ἐπιτροπ-έω, = foreg., dub. in Pl.Com. 265.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπεύω
-
2 ἐπιτροπιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπιάζω
-
3 ἐπιτροπάδην
A = ἐπιθέτως, insincerely, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπάδην
-
4 ἐπιτροπαῖος
A entrusted to one, delegated,ἐ. λαβεῖν τὴν ἀρχήν Hdt.3.142
;ἐ. ἔχειν τὴν βασιληΐην Id.4.147
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπαῖος
-
5 ἐπιτροπεία
ἐπιτροπ-εία, ἡ,A charge, guardianship, τινός over one, Pl.Phdr. 239e, Arist.Pol. 1271b25, Plb.15.25a.27, cf. Lys.Fr. 43 ;τὴν ἐ. τινὸς λαβεῖν D.H.4.33
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπεία
-
6 ἐπιτροπεύσιμος
ἐπιτροπ-εύσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπεύσιμος
-
7 ἐπιτρόπευσις
A = -είαI, Pl.R. 554c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτρόπευσις
-
8 ἐπιτροπευτικός
A fitted for the office of steward, X.Oec.12.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπευτικός
-
9 ἐπιτροπή
ἐπιτροπ-ή, ἡ,A reference, esp. to an arbiter in decision of a law-suit,ἠξίουν δίκης ἐπιτροπὴν σφίσι γενέσθαι ἢ ἐς πόλιν τινὰ ἢ ἰδιώτην Th.5.41
; ἡ ἐ.τούτῳ πρὸς Παρμένοντα γέγονε D.33.23
; εἰς ἐ. ἔρχεσθαι ib.14 ; ἡ ἐ. ἐγένετό μοι ib.16 ; τὴν ἐ. λῦσαι ibid.; ἀνέντες τὴν ἐ. having declined it, Th. 5.31.2 generally, power to decide,ἐ. διδόναι τινὶ περί τινος Hp. Decent.17
, cf. Schwyzer 195.10 (Crete (from Delos), ii B.C.);διδόναι τῇ συγκλήτῳ τὴν ἐ. Plb.18.39.5
; διδόναι ἑαυτοὺς εἰς ἐ., or τὴν ἐ. διδόναι περὶ σφῶν αὐτῶν, Lat. dedere se in fidem, to surrender absolutely, Id.2.11.8,15.8.14, etc.; ἐ. λαβεῖν εἰς τὸ διαλῦσαι to receive full powers to treat, Id.3.15.7, cf. D.H.2.45, D.S.17.47 ;μετ' ἐξουσίας καὶ ἐ. Act.Ap.26.12
.II guardianship, Pl.Lg. 924b, etc.; ἐπιτροπῆς κατάστασις, διαδικασία, Arist.Ath.56.6 ;ἀποχὴ τῆς ἐ. POxy.898.24
(ii A.D.); ἐπιτροπῆς δικάζεσθαι, of an action brought by a ward against a guardian, Lys.Fr.27 ;καταγιγνώσκειν τὴν ἐ. D.29.58
;ἐπιτροπῆς κρίνειν τινά Plu.2.844c
.2 office of a Roman procurator,ἡ τοῦ ἰδίου λόγου ἐ. BGU16.8
(ii A.D.): generally, stewardship, PLond.2.454.10 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπή
-
10 ἐπιτροπία
ἐπιτροπ-ία, ἡ, metaph.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπία
-
11 ἐπιτροπικός
A of or for a trustee or guardian, ἐ. νόμοι the laws of guardianship, Pl.Lg. 927e ;ἐ. λόγος D.H.Lys.20
, cf.Hyp.Or.65 tit., BGU300.24 (ii A.D.), Cod.Just.3.10.1.2.2 of character, εὐεργετικοὺς ἐπιτροπικοὺς χρηστοήθεις protective, fit to be a guardian or trustee, Ptol.Tetr. 163.II having held the office of procurator, Ephes.3No.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπικός
-
12 ἐπίτροπος
A one to whom the charge of anything is entrusted, steward, trustee, administrator, c.gen. rei,τῶν ἑωυτοῦ Hdt.1.108
;τῶν οἰκίων Id.3.63
: abs., X.Oec.12.3, D.21.78, 27.19, Ev.Luc.8.3, etc.; steward, messman, X.Cyr.4.2.35 : metaph.,τῶν [τοῦ Πρωταγόρου] ἐ. Pl.Tht. 165a
.2 = Lat. procurator,Καίσαρος ἐ. Str.3.4.20
, Plu.2.813e, etc.; ἐ. Σεβαστοῦ, -τῶν, OG1502.10 (Aezani, ii A.D.), 501.2 (Tralles, ii A.D.);ἐ. τῆς Ἠπείρου Arr.Epict.3.4.1
;τῶν μετάλλων OG1678.5
(Egypt, ii A.D.), etc.4 executor, PPetr.3p.9, al.(iii B.C.).II c.gen.pers., trustee, guardian, Hdt.4.76, Th.2.80, etc.;ἐ. τινι παίδων Hyp.Epit.42
: abs., Pl.Lg. 924b, etc.;ὑπὸ ἐπιτρόπους εἶναι Ep.Gal.4.2
;καθιστάναι ἐ. PRyl.153.18
(ii A.D.): metaph., guardian, protector,θεὸς ἐ. ἐών Pi.O.1.106
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτροπος
-
13 επιτρόπευση
[-ις (-εως)] η см. επιτροπ(ε)ία 1 -
14 επιτροπία
см. επιτροπ(ε)ία
См. также в других словарях:
εχίνωψ — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. echinops < echin (πρβλ. εχίνος) + ops (πρβλ. ωψ < όπωπα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν (επιμελ.… … Dictionary of Greek