Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιστροφαί

См. также в других словарях:

  • ἐπιστροφαί — ἐπιστροφή turning about fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστροφή — η (AM ἐπιστροφή) [επιστρέφω] η επάνοδος σ’ έναν τόπο, ο γυρισμός (α. «επιστροφή στην πατρίδα» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. απόδοση οφειλής ή δώρου («επιστροφή χρημάτων») 2. ό,τι προέρχεται από επιστροφή επειδή δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»