-
1 επικείμενος
ἐπίκειμαιto be laid upon: perf part mp masc nom sgἐπίκειμαιto be laid upon: pres part mp masc nom sg -
2 ἐπικείμενος
ἐπίκειμαιto be laid upon: perf part mp masc nom sgἐπίκειμαιto be laid upon: pres part mp masc nom sg -
3 επικείμενος
η, ο[ν] нависший, угрожающий; предстоящий;επικείμενος κίνδυνος — нависшая угроза, опасность
-
4 επικείμενος
претcтоенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > επικείμενος
-
5 επικείμενος
imminentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επικείμενος
-
6 imminent
επικείμενος -
7 gelen
επικείμενος, ερχόμενος -
8 ἐπί-κειμαι
ἐπί-κειμαι (s. κεῖμαι), = ἐπιτέϑειμαι, darauf, darüber gesetzt sein, liegen; ϑύραι δ' ἐπέκειντο φαειναί Od. 9, 16, Thüren waren davor u. verschlossen; vgl. ϑύραι γλώσσῃ ἐπίκεινται Theogn. 421, Thüren hemmen gleichsam die Zunge; ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος 1259; ὀφϑαλμὸς μετώπῳ, befindet sich an der Stirn, Hes. Th. 143; τοῖον ἐπι. σκύνιον βλοσυρῷ ἐπέκειτο προςώπῳ Theocr. 24. 116; ἐπικείμενος ἐπὶ πυρῆς D. C. 67, 16; νῆσοι ἐπικείμεναι τῇ Θρηΐκῃ, die dabei liegen, Her. 7, 185; ἐπὶ Λήμνου 7, 6, öfter; Thuc. 2, 14 u. öfter, Pol. u. Sp.; auch übertr., ἐπικείμενα σκώμματα, nahe liegende Scherze, Longin. 34, 2; – ἐπικείσεται ἀνάγκη Il. 6, 458, Zwang wird darauf lasten, wird obwalten; οἷς ἐπέκειτο φροντίζειν, denen oblag, Plut. an seni 6; – κἀπικείσομαι βαρύς, ich werde hart bedrängen, Eur. Rhes. 101; feindlich zusetzen, ἐπικείμενος βόα Ar. Equ. 252, wie Vesp. 1285; ὅτε οἱ πολέμιοι ἰσχυρῶς ἐπικέοιντο Xen. An. 4, 1, 16; gew. c. dat., ἀναγομένοισι ἐπικέατο Her. 8, 84, öfter; ἀναχωροῦντι αὐτῷ ἐπικεῖσϑαι τοὺς πολεμίους Thuc. 7, 81, öfter, wie Xen. u. Sp.; ἐπικείμενος κίνδυνος Hdn. 1, 13, 8; mit Bitten zusetzen, Her. 5, 104. – Von Strafen, darauf gesetzt sein, darauf haften, ἐπικέεται ϑάνατος ἡ ζημίη ϑύσαντι Her. 2, 38, wie Thuc. 3, 70; Arist. Pol. 4, 13 u. Folgde; τηλικούτων ἐπικειμένων τῷ μοιχεύοντι κακῶν, erwarten, drohen, Xen. Mem. 2, 1, 5. – Τοῖς πράγμασι τὰ ὀνόματα ἐπίκειται, der Name ist den Dingen beigelegt, Plat. Crat. 411 c. – Passivisch, anhaben, auf sich liegen haben, bes. bei Sp. im partic.; ἐπικείμενον κάρα κυνέας, mit einem Helme auf dem Haupte, Eur. Suppl. 716; τοὺς καλουμένους ἄπικας ἐπικείμενοι ταῖς κεφαλαῖς D. Hal. 2, 70; κόμην Luc. Alex. 3; ἡ πρύμνα χρυσοῠν χηνίσκον ἐπικειμένη, damit versehen, Navig. 5; μυῤῥίνης στέφανον ἐπικείμενος Plut. Marcell. 22; ϑεράποντος ἐπικείμενον πρόςωπον Lysand. 23, mit der Maske; ἐσϑῆτα, ὠτειλάς, App. B. Civ. 4, 134 Mithrid. 6; ἐπικείμενος κίνδυνον, einer Gefahr ausgesetzt, B. C. 4, 124.
-
9 ἐπίκειμαι
A to be laid upon, and so,I. of doors, to be put to or closed (cf.ἐπιτίθημι 11
),θύραι δ' ἐπέκειντο φαειναί Od.6.19
: metaph.,γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται Thgn.421
.2. generally, to be placed, lie in or on, c. dat.,ἐπισκύνιον ἐπέκειτο προσώπῳ Theoc.24.118
; of troops, ὄχθαις Ἴστρου ἐ. Hdn.2.9.1.3. of islands, νῆσοι ἐπὶ Λήμνῳ (- ου codd.) ἐπικείμεναι lying off Lemnos, Hdt. 7.6; so ἐ. τῇ Θρηΐκῃ ib. 185; ἐπὶ [τῇ Λακαίνῃ χώρῃ] ib. 235, cf. Th.4.53: abs., αἱ νῆσοι αἱ ἐπικείμεναι the islands off the coast, Id.2.14, cf. 4.44; πάσῃ ἐ. τῇ θαλάσσῃ lies right across the sea, of Crete, Arist. Pol. 1271b34;ἡ ἐπικειμένη τινὸς γῆ PTeb.50.6
(ii B.C.).II. to be laid upon,ἐμοὶ σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδ' ἔπεσι Thgn. 19
(so lit., σφραγὶς οὐκ ἐ. BGU 361 iii 29 (ii A.D.), etc.); ἐπίκειται ἀγνώμων σῇ κεφαλῇστέφανος Thgn.1259
, cf. X.Oec.19.13;ἐ. ἐπί τινος Hero Spir.1.38
, al., D.C.67.16: metaph.,κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀνάγκη Il.6.458
, cf. 1 Ep.Cor.9.16; of a duty,οἷς ἐπέκειτο φροντίζειν Plu.2.786f
.2. press upon, be urgent in entreaty, Hdt.5.104; press upon a retreating enemy, attack, Βοιωτοῖσι ib.81; to be urgent against, Id.6.49; ἐπεκείμηναὐτοῖς ἐνοχλῶν PLips.36.7
(iv A.D.): abs.,κἀπικείσομαι βαρύς E. Rh. 101
;κἀπικείμενος βόα Ar.Eq. 252
; ;ἐ. λαμπρῶς Th.7.71
;πολὺς δ' ἐπέκειτο Theoc.22.90
; of a crowd,ἐ. τινί Ev.Luc.5.1
.3. hang over, τηλικούτωνἐπικειμένων τῷ μοιχεύοντι κακῶν X.Mem.2.1.5
; of penalties, θάνατος ἡ ζημίη ἐπίκειται the penalty imposed is death, Hdt.2.38, cf. 6.58, Arist.Pol. 1297a18; τῷ ἄρξαντι μεγάλα ἐπιτίμια ἐ. Antipho 4.4.7;ζημία.. ἐπέκειτο στατήρ Th.3.70
;ὁ ἐπικείμενος κίνδυνος Hdn.1.13.4
.4. of a name, to be imposed, Pl.Cra. 411c, Prt. 349c.5. metaph., σκώμματα ἐπικείμενα suitable to the purpose, pointed, Longin. 34.2.6. to be set in authority,ἐπὶ τοῦ πυρός Corp.Herm.1.13
; ἐπικείμενοςἈλεξανδρείας PLips. 102i8
, etc.III. c. acc. rei, esp. in part., κἀπικείμενον κάρα κυνέας head with helmet set thereon, E.Supp. 716 (dub. constr.);ἐ. κυνῆν τῆς κεφαλῆς Hld.5.22
; στέφανον ἐπικείμενος with a crown on one's head, Plu.Marc.22; ἄπικας ἐπικείμενοιταῖς κεφαλαῖς D.H.2.70
;σεμνὸν ἐπικειμένη τὸ κάλλος J.AJ11.6.9
;ἀγγέλου ἢ θεράποντος ἐπικείμενος πρόσωπον Plu.Lys.23
; ἐπέκειτο ὠτειλάς he bore scars upon him, App.Mith.6; ἱερὰν ἐσθῆτα ἐ. Id.BC4.134;φθίμενος τήνδ' ἐπίκειμαι κόνιν Epigr.Gr.622.6
; κιθάραν.. κόλλοπας ἐπικειμένην fitted with pegs, Luc.Ind.10: metaph., οἱ κίνδυνον ἐπικείμενοι exposed to.., App.BC4.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκειμαι
-
10 επικειμαι
(μέσσῳ μετώπῳ Hes.; τὰ ἐπικείμενα βάρη Arst.; λίθος ἐπέκειτο ἐπὴ τῷ σπηλαίῳ NT.)
αἱ νῆσοι αἱ ἐπικείμεναι Thuc. — острова, находящиеся близ побережья;πάσῃ ἐ. τῇ θαλάττῃ Arst. — отовсюду быть близким к морю2) быть покрытым, иметь на себе, носитьἐπικείμενον κάρα κυνέας Eur. — голова, покрытая шлемом;
κόμην πρόσθετον ἐπικείμενος Luc. — с надетым (на голову) париком;μυρρίνης στέφανον ἐπικείμενος Plut. — увенчанный миртовым венком;πρόσωπόν τινος ἐπικεῖσθαι Plut. — носить чью-л. личину3) быть прилагаемым, прилагаться, даваться(ὄνομά τι ἐπίκειταί τινι Plat.)
4) быть (плотно) придвигаемым или приставляемым5) налегать, напирать, теснить(τινι Her., Thuc., Xen.)
πάγχυ ἐπικείμενος ἐνῆγε Her. — он все сильнее настаивал;χειμῶνος ἐπικειμένου NT. — так как буря продолжала бушевать;μ΄ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος Arph. — он жестоко притеснял меня;ἐπικείσεται ἀνάγκη Hom. — необходимость заставит;ἐ. τινι NT. — плотно обступить кого-л6) (неминуемо) предстоять, ожидать, угрожать(ζημία ἐπέκειτο στατήρ Thuc.; ἐπικείμενα τῷ μοιχεύοντι κακά τε καὴ αἰσχρά Xen.; μεγάλαι τιμωρίαι ἐπίκεινται τοῖς παραβαίνουσι ταῦτα Arst.)
-
11 καπικείμενος
ἐπικείμενος, ἐπίκειμαιto be laid upon: perf part mp masc nom sgἐπικείμενος, ἐπίκειμαιto be laid upon: pres part mp masc nom sg -
12 κἀπικείμενος
ἐπικείμενος, ἐπίκειμαιto be laid upon: perf part mp masc nom sgἐπικείμενος, ἐπίκειμαιto be laid upon: pres part mp masc nom sg -
13 близкий
επ., βρ: -зок, -зка, -зко; ближе, ближайший.1. κοντινός, ο πλησίον, ο εγγύς, ο παρακείμενος, ο προσκείμενος -οκ•локоть, да не укусишь (παροιμία) κοντά είναι ο αγκώνας σου, όμως δε φτάνεις να τον δαγκάσεις (εύκολο, όμως ακατόρθωτο)•
близкое расстояние κοντινή απόσταση.
2. (για χρόνο) επικείμενος, προσεχήο, επερχόμενος•-ое будущее το προσεχές μέλλον•
-ая смерть ο επικείμενος (οσονούπω) θάνατος.
3. στενός, οικείος•близкий друг στενός (επιστήθιος) φίλος.
4. πλθ. -ие οι στενοί συγγενείς, οι δικοί.εκφρ.- ие отношения – στενές σχέσεις. -
14 κόραξ
κόραξ, ακος, ὁ, 1) der Rabe (nach E. M. von κορός, schwarz); Pind. Ol. 2, 96; Aesch. Ag. 1452 Suppl. 732; Her. 4, 15 u. Folgde. – Sehr gewöhnliche Verwünschungsformel ist ἐς κόρακας, ἄπαγ' ἐς κόρακας, βάλλ' ἐς κόρακας; auch als heftige Frage, οὐκ ἐς κόρακας; geh zum Henker! eigtl. dein Leib möge unbestattet liegen bleiben u. ein Fraß für die Raben werden; Ar. Vesp. 51. 982 Nub. 789 u. öfter; ἐς κόρακας ἔῤῥειν φασὶν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Alexis bei Ath. XIII, 610 e; Sp.; es scheint in dieser Vrbdg nie εἰς gesagt zu sein, vgl. Reisig Conj. Aristoph. p. 252. Aehnlich πάντα τάδ' ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φϑόρῳ Theogn. 833. – Man schwor auch beim Raben, Ar. Av. 1611. – Sprichwörtlich κόρακα λευκὸν ἰδεῖν, Ep. ad. 60 (XI, 417) u. A.; vgl. Arist. H. A. 3, 12; denn der weiße Rabe ist eine Seltenheit; ἕως κόρακες λευκοὶ γένωνται Ath. VIII, 359 c. – Κόραξι καὶ λύκοις χαριζόμενος Luc. Tim. 8; ἐκ κακοῠ κόρακος κακὸν ᾠόν S. Emp. adv. rhet. 99. – Auch das Sternbild, der Rabe, Arat. 448. – 2) eine Fischart, wahrscheinlich nach ihrer Farbe benannt, Diphil. bei Ath. VIII, 356 a (vgl. κορακῖνος). – 3) die krumme Spitze am Schnabel des Haushahns, Hesych., u. übh. jede hakenförmige Krümmung; daher – a) ein Belagerungswerkzeug, D. Sic. 17, 44; bei Schiffen gebraucht, ein Enterhaken, Pol. 1, 22, 9; σιδηροῖ, bei Ath. V, 208 d. – b) Ein Haken zum Anziehen der Thür, der Thürk lopfer, κόραξ πυλῶσι Ep. ad. 90 (XI, 203); Posidipp. bei Poll. 7, 111, vgl. 10, 23, κόρακι κρούεται ἡ ϑύρα. – c) eine Art Halseisen, sonst κύφων, oder ein anderes Marterinstrument, κλοιὸν ἕκαστος αὐτῶν καὶ κόρακα διτάλαντον ἐπικείμενος Luc. Necyom. 11. – Das Wort scheint onomatopoetisch mit κράζω zusammenzuhangen.
-
15 μωλος
-
16 ближайший
ближайш||ий(превосх. ст. от близкий)1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;3. (непосредственный) ἄμεσος:\ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;4. (о родне, друзьях) στενός:\ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς. -
17 близкий
бли́зк||ийприл1. (по месту) κοντινός, ἐγγύς, γειτονικός;2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος;3. (сходный) ὀμοιος:\близкий к подлиннику ὀμοιος μέ τό πρωτότυπο;4. (об отношениях) στενός, οίκεῖος;5. (о родне, друзьях) στενός;6. \близкийие мн. в знач. сущ. οἱ συγγενείς. -
18 предстоятьящий
предстоять||ящий1. прич. от предстоять·2. прил προσεχής, ἐπικείμενος:в \предстоятьящийя́щи́и́ сезон στήν προσεχή σαιζόν. -
19 imminent
['iminənt]((especially of something unpleasant) likely to happen etc very soon: A storm is imminent.) επικείμενος -
20 опасность
-и θ.κίνδυνος•смертельная опасность θανάσιμος κίνδυνος•
избежать -и αποφεύγω τον κίνδυνο•
подвергаться -и εκτίθεμαι σε κίνδυνο•
смотреть -и в глаза βλέπω το χάρο με τα μάτια•
мир в -и η ειρήνη σε κίνδυνο•
угрожающая опасность επικείμενος κίνδυνος•
ему угрожает большая опасность αυτός διατρέχει μεγάλο κίνδυνο•
жизнь его в -и η ζωή του είναι σε κίνδυνο (κινδυνεύει)•
с -ью жизни με κίνδυνο της ζωής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπικείμενος — ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp masc nom sg ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπικείμενος — ἐπικείμενος , ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp masc nom sg ἐπικείμενος , ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
плеще — ПЛЕЩ|Е (60), А с. 1.Плечо: въздъхни помысливъ ‹о› ѹбогыхъ. како клѧчѧть надъ малъмь огньцьмь съкърчившесѧ… рѹцѣ же тъкмо съгрѣвающе: плешти же и вьсе тѣло морозъмь измьрзъше. Изб 1076, 42 об.; то же ЗЦ XIV/XV, 74б; растѧженъ же бывъ [св. Вата]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
επίδρομος — ο (AM ἐπίδρομος, ον) το αρσ. ως ουσ. το τραπεζοειδούς σχήματος τελευταίο ιστίο στην πρύμνη σκάφους αρχ. 1. εκτεθειμένος σε επιδρομές, ευάλωτος («ἔνθα μάλιστα ἄμβατός ἐστι πόλις και ἐπίδρομον ἔπλετο τεῑχος») 2. εκτεθειμένος στον άνεμο («ἐπίδρομον… … Dictionary of Greek
επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος … Dictionary of Greek
επίφρουρος — ἐπίφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί πάνω από κάποιον, από ψηλά, ο επικείμενος («ξίφος δ’ ἐμῆς θυγατρὸς ἐπίφρουρον δέρῃ», Ευρ.) … Dictionary of Greek
κοντινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, σε μικρή απόσταση, γειτονικός, διπλανός («έβαλαν φωτιά στο κοντινό δάσος») 2. σύντομος («από το μονοπάτι είναι πιο κοντινή η απόσταση») 3. προσεχής, επικείμενος 4. αυτός με τον οποίο έχει κάποιος στενές σχέσεις … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek