-
1 επικατασταθείς
-
2 ἐπικατασταθείς
-
3 ἐπι-καθ-ίστημι
ἐπι-καθ-ίστημι (s. ἵστημι), darüber einsetzen, ἐπὶ ταῖς μαντείαις κριτάς Plat. Tim. 72 b; Θεοπόμπου τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχὴν ἐπικαταστήσαντος Arist. Pol. 5, 11; nach einem Andern, in dessen Stelle einsetzen, Pol. 2, 19, 8; ὁ ἐπικατασταϑεὶς στρατηγός 2, 2, 11. – Med. für sich einsetzen, φυλακήν Thuc. 4, 130, v. l. ἐπεκαϑίσαντο, wofür D. Cass. φυλακὰς ἐπικαϑίστη sagt, 41, 50.
-
4 ἐπικαθίστημι
3. establish besides,τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχήν Arist.Pol. 1313a27
; ἐ. τινὰ στρατηγόν appoint as successor in command, Plb.2.19.8, cf.J.AJ17.2.4:—[voice] Pass., ἐπικατασταθεὶςστρατηγός Plb.2.2.11
, cf. IG5(1).1390.12 ([place name] Andania).4. pay in addition, Leg.Gort.1.47; but simply, deliver, σῖτον ἐπὶ τοὺς (iii B.C.).5. perform the manoeuvre of ἀντικατάστασις, Ascl.Tact.12.11:—[voice] Pass., of troops executing the manoeuvre, ib.10.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαθίστημι
См. также в других словарях:
ἐπικατασταθείς — ἐπί καθίστημι set down aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)