Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντικατάστασις

См. также в других словарях:

  • ἀντικατάστασις — being confronted with one another fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικατάστασιν — ἀντικατάστασις being confronted with one another fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικαταστάσεις — ἀντικαταστά̱σεις , ἀντικαθίστημι replace aor subj act 2nd sg (epic doric) ἀντικαταστά̱σεις , ἀντικαθίστημι replace fut ind act 2nd sg (doric) ἀντικατάστασις being confronted with one another fem nom/voc pl (attic epic) ἀντικατάστασις being… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντικατάσταση — η (Α ἀντικατάστασις) το να τοποθετείται κάτι η κάποιος στη θέση κάποιου άλλου, η αναπλήρωση νεοελλ. γραμμ. φρ. «χρονική αντικατάσταση» το να βρει κανείς έναν ρηματικό τύπο σε όλους τους χρόνους τους ίδιας έγκλισης «εγκλιτική αντικατάσταση» σε… …   Dictionary of Greek

  • επικαθίστημι — ἐπικαθίστημι (Α) 1. τοποθετώ, εγκαθιστώ πάνω σε κάτι, ορίζω («φυλακάς ἐπικαθίστη», Δίων Κάσσ.) 2. διορίζω κάποιον («κριτὰς ἐπικαθιστάναι», Πλάτ.) 3. ιδρύω, καθορίζω επί πλέον 4. καταβάλλω, πληρώνω επί πλέον 5. συγκεντρώνω εμπόρευμα για παράδοση 6 …   Dictionary of Greek

  • ἀντικαταστάσεως — ἀντικαταστάσεω̆ς , ἀντικατάστασις being confronted with one another fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»