-
1 αντικατάστασις
-
2 ἀντικατάστασις
-
3 αντικαταστασις
-
4 ἀντικατάστασις
A being confronted with one another, Plb.4.47.4; opposition, J.AJ16.2.5; λόγοι ἐξ ἀντικαταστάσεως γενόμενοι Decr.ib.14.10.21, cf. SIG785.7 ([place name] Chios).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικατάστασις
-
5 ἀντικατάστασις
ἀντι-κατά-στασις, Aufstellung an eines andern Statt; das Entgegenstellen, bes. in der Rede vor Gericht; Einwand -
6 αντικαταστάσεις
ἀντικαταστά̱σεις, ἀντικαθίστημιreplace: aor subj act 2nd sg (epic doric)ἀντικαταστά̱σεις, ἀντικαθίστημιreplace: fut ind act 2nd sg (doric)ἀντικατάστασιςbeing confronted with one another: fem nom /voc pl (attic epic)ἀντικατάστασιςbeing confronted with one another: fem nom /acc pl (attic) -
7 ἀντικαταστάσεις
ἀντικαταστά̱σεις, ἀντικαθίστημιreplace: aor subj act 2nd sg (epic doric)ἀντικαταστά̱σεις, ἀντικαθίστημιreplace: fut ind act 2nd sg (doric)ἀντικατάστασιςbeing confronted with one another: fem nom /voc pl (attic epic)ἀντικατάστασιςbeing confronted with one another: fem nom /acc pl (attic) -
8 αντικαταστάσεως
ἀντικαταστάσεω̆ς, ἀντικατάστασιςbeing confronted with one another: fem gen sg (attic) -
9 ἀντικαταστάσεως
ἀντικαταστάσεω̆ς, ἀντικατάστασιςbeing confronted with one another: fem gen sg (attic) -
10 αντικατάστασιν
-
11 ἀντικατάστασιν
-
12 ἐπικαθίστημι
3. establish besides,τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχήν Arist.Pol. 1313a27
; ἐ. τινὰ στρατηγόν appoint as successor in command, Plb.2.19.8, cf.J.AJ17.2.4:—[voice] Pass., ἐπικατασταθεὶςστρατηγός Plb.2.2.11
, cf. IG5(1).1390.12 ([place name] Andania).4. pay in addition, Leg.Gort.1.47; but simply, deliver, σῖτον ἐπὶ τοὺς (iii B.C.).5. perform the manoeuvre of ἀντικατάστασις, Ascl.Tact.12.11:—[voice] Pass., of troops executing the manoeuvre, ib.10.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαθίστημι
См. также в других словарях:
ἀντικατάστασις — being confronted with one another fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικατάστασιν — ἀντικατάστασις being confronted with one another fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαταστάσεις — ἀντικαταστά̱σεις , ἀντικαθίστημι replace aor subj act 2nd sg (epic doric) ἀντικαταστά̱σεις , ἀντικαθίστημι replace fut ind act 2nd sg (doric) ἀντικατάστασις being confronted with one another fem nom/voc pl (attic epic) ἀντικατάστασις being… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικατάσταση — η (Α ἀντικατάστασις) το να τοποθετείται κάτι η κάποιος στη θέση κάποιου άλλου, η αναπλήρωση νεοελλ. γραμμ. φρ. «χρονική αντικατάσταση» το να βρει κανείς έναν ρηματικό τύπο σε όλους τους χρόνους τους ίδιας έγκλισης «εγκλιτική αντικατάσταση» σε… … Dictionary of Greek
επικαθίστημι — ἐπικαθίστημι (Α) 1. τοποθετώ, εγκαθιστώ πάνω σε κάτι, ορίζω («φυλακάς ἐπικαθίστη», Δίων Κάσσ.) 2. διορίζω κάποιον («κριτὰς ἐπικαθιστάναι», Πλάτ.) 3. ιδρύω, καθορίζω επί πλέον 4. καταβάλλω, πληρώνω επί πλέον 5. συγκεντρώνω εμπόρευμα για παράδοση 6 … Dictionary of Greek
ἀντικαταστάσεως — ἀντικαταστάσεω̆ς , ἀντικατάστασις being confronted with one another fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)