Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιθυμίαι

См. также в других словарях:

  • ἐπιθυμίαι — ἐπιθῡμίαι , ἐπιθυμία desire fem nom/voc pl ἐπιθῡμίᾱͅ , ἐπιθυμία desire fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • ιηδών — ἰηδών, όνος, ἡ (Α) χαρά («ἰηδόνες εὐφροσύναι, ἐπιθυμίαι, χαραί», Ησύχ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰη τού ρ. ιαίνω «μαλακώνω με θερμότητα» (πρβλ. αόρ. ιων. ἴηνα) + κατάλ. δών κατά το αλγη δών] …   Dictionary of Greek

  • ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …   Dictionary of Greek

  • κισσώ — (I) κισσῶ, αττ. τ. κιττῶ, άω (Α) 1. (για έγκυο γυναίκα) επιθυμώ ασυνήθιστα και αλλόκοτα φαγητά («εἰώθασι δὲ ταῑς κυούσαις αἱ ἐπιθυμίαι γίγνεσθαι παντοδαπαί, καὶ μεταβάλλειν ὀξέως ὅ καλοῡσί τινες κισσᾱν», Αριστοτ.) 2. μτφ. επιθυμώ, ποθώ («ὑμεῑς… …   Dictionary of Greek

  • παραβλαστάνω — Α 1. βλαστάνω δίπλα σε κάτι άλλο, βλαστάνω σε συμμετρική αναλογία με κάτι άλλο («τὸ βλέφαρον τὸ ἕτερον παρά τὸ ἕτερον παραβλαστάνει», Ιπποκρ.) 2. βλαστάνω στο πλάι 3. μτφ. α) βγάζω παρακλάδια, βγάζω παραφυάδες β) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι κοντά… …   Dictionary of Greek

  • πολύτροπος — η, ο / πολύτροπος, ον, ΝΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως αλλά και τού Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, πολυμήχανος, δόλιος, πανούργος νεοελλ. αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως)… …   Dictionary of Greek

  • συμπνίγω — ΜΑ [πνίγω] 1. πνίγω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια 2. ασκώ πίεση πάνω σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ) 3. με την πίεση που ασκώ εμποδίζω την ανάπτυξη («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • υπήνεμος — η, ο / ὑπήνεμος, ον, ΝΜ απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.) νεοελλ. φρ. «υπήνεμο κύμα» (μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • ku̯oi-, ku̯ī- —     ku̯oi , ku̯ī     English meaning: to wish for; to invite     Deutsche Übersetzung: “wollen, einladen”     Material: O.Ind. kēta m. “volition, eagerness, intention, Aufforderung, Einladung”, kētanan. “Aufforderung, Einladung”; Gk. κοῖται… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»