Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνᾱλωτικός

См. также в других словарях:

  • αναλωτικός — ή, ό (Α ἀναλωτικός, ή, όν) [ἀναλωτής] αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος νεοελλ. αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός …   Dictionary of Greek

  • ἀναλωτικός — ἀνᾱλωτικός , ἀναλωτικός expensive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικά — ἀνᾱλωτικά , ἀναλωτικός expensive neut nom/voc/acc pl ἀνᾱλωτικά̱ , ἀναλωτικός expensive fem nom/voc/acc dual ἀνᾱλωτικά̱ , ἀναλωτικός expensive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικῶν — ἀνᾱλωτικῶν , ἀναλωτικός expensive fem gen pl ἀνᾱλωτικῶν , ἀναλωτικός expensive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικόν — ἀνᾱλωτικόν , ἀναλωτικός expensive masc acc sg ἀνᾱλωτικόν , ἀναλωτικός expensive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικώτατον — ἀνᾱλωτικώτατον , ἀναλωτικός expensive masc acc superl sg ἀνᾱλωτικώτατον , ἀναλωτικός expensive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλωτής — ο (Α ἀναλωτής) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει, που καταναλίσκει νεοελλ. αγοραστής, καταναλωτής, πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. ΠΑΡ. αναλωτικός] …   Dictionary of Greek

  • ἀναλωτικαί — ἀνᾱλωτικαί , ἀναλωτικός expensive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικοί — ἀνᾱλωτικοί , ἀναλωτικός expensive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικοῦ — ἀνᾱλωτικοῦ , ἀναλωτικός expensive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικάς — ἀνᾱλωτικά̱ς , ἀναλωτικός expensive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»