-
1 ενδεία
ἐνδείᾱ, ἔνδειαwant: fem nom /voc /acc dual——————ἐνδείᾱͅ, ἔνδειαwant: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ένδεια
-
3 ἔνδεια
-
4 ἔνδεια
ἔνδεια, ἡ,A want, lack,δυνάμεως Th.4.18
;τῆς ἀναγκαιοτάτης διαίτης Id.7.82
;Χρημάτων X.Ath.1.5
, Pl.Hp.Ma. 283d, etc.II abs., deficiency, defect, opp. ὑπερβολή, Id.Prt. 357b, Arist.EN 1109a4: pl., opp. ὑπερβολαί, Isoc.2.33, cf. 8.90.2 want, need, coupled with ἐπιθυμία, Pl.Grg. 496d, 496e: pl., αἱ ἔνδειαι τῶν φίλων, τοῦ σώματος, X.Cyr. 8.2.22, Pl.Erx. 401e, al.3 want of means, poverty,ἀεὶ ἐνδείᾳ σύνοικος Id.Smp. 203d
;αἰσχρόν τι ποιεῖν δι' ἔνδειαν D.18.257
; famine, Jul. Or.2.66c. -
5 ενδεια
ἥ1) недостаток, нехватка, недостача(ὑπερβολή τε καὴ ἔ. Plat., Arst.; τῶν σιτίων πληρώσεις ἢ ἔνδειαι Arst.; δι΄ ἔνδειαν χρημάτων Dem.)
2) нужда, бедность(μηδὲν αἰσχρὸν ποιῆσαι δι΄ ἔνδειαν Dem.)
3) надобность, потребность4) грам. опущение буквы (напр., αἶα вместо γαῖα) -
6 ένδεια
η бедность, нужде, отсутствие средств существования;παντελής ένδεια — полная нищета;
ευρίσκομαι εν εσχάτη ενδεία находиться в крайней нужде;περιπίπτω εις ένδειαν — обнищать
-
7 ἔνδεια
ἡ ἔνδεια недостаток, нужда -
8 ἐνδεία
Βλ. λ. ενδεία -
9 ἐνδείᾳ
Βλ. λ. ενδεία -
10 ἔνδεια
-ας ἡ N 1 2-0-4-8-6=20 Dt 28,20.57; Is 25,4; Ez 4,16; 12,19want, lack Dt 28,57; deficiency, defect Prv 6,11; need, want Prv 14,23; want of means, poverty Jb 30,3 -
11 ἔνδεια
-
12 ένδεια
1) indigence2) povertyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ένδεια
-
13 indigence
ένδεια -
14 ενδείας
-
15 ἐνδείας
-
16 нищета
нищет||аж1. ἡ φτώχεια, ἡ πενία, ἡ ἔνδεια, ἡ ἀνέχεια, ἡ ἀθλιότητα [-ης]:впасть в \нищетау́ περιπίπτω σέ ἔνδεια[ν]· жить в крайней \нищетае́ ζῶ πάμπτωχος· духовная \нищета ἡ πνευματική ἔνδεια·2. собир. (нищие люди) ἡ φτωχολογιά, ὁ πτωχόκοσ-μος:городска́я \нищета ἡ φτωχολογιά τῶν πόλεων. -
17 ὑπερ-βολή
ὑπερ-βολή, ἡ, 1) das Ueberwerfen, darüber Wegwerfen, – das Uebersetzen, u. intrans., das Uebergehen über Flüsse, Berge u. dgl.; Xen. An. 1, 2, 25; Pol. εἰς Τάραντα ἐποιεῖτο τὴν ὑπερβολήν 10, 1, 8, u. öfter; auch der Ort, wo man übersetzt, der Uebergang, Xen. An. 4, 1, 22. 6, 5; bes. der Berg od. Hügel, über den man geht, τοῦ ὄρους, 4, 4, 18 u. öfter. – 2) die Uebertreibung, das Uebermäßige, Ungewöhnliche, Außerordentliche, Ggstz ἔλλειψις, ἔνδεια, Plat. Prot. 356 a 357 b u. öfter, u. Arist.; ὑπερβολὴν ἐπιϑυμίας ἔχειν, Andoc. 3, 33; ὑπερβολὴν ποιεῖσϑαι τῆς προτέρας πονηρίας, noch übertreffen, Lys. 14, 38, u. öfter bei Dem.; Ggstz von ἔνδεια Isocr. 2, 33; ἀναισχυντίας Is. 6, 45; πράγματος Din. 1, 7; ἐν τῇ τῆς πονηρίας ὑπερβολῇ ἐλπίδα ἔχει σωτηρίας Dem. 25, 5; ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολὴν ποιοῦμαι, ὥςτε, ich gehe so weit, daß ich, 18, 190, u. öfter; ὑπερβολαὶ δωρεῶν, große Geschenke, Lpt. 141; χρημάτων ὑπερβολῇ πόσιν πρίασϑαι Eur. Med. 232; εἰς ὑπερβολὴν ἡσϑῆναι Aesch. 2, 4, übermäßig; εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος Eur. Hipp. 939, vgl. ἄγουσα ϑυμὸν εἰς ὑπερβολάς Suppl. 480, wie Plat. Ep. VII, 326 c; auch καϑ' ὑπερβολήν, Soph. O. R. 1196; Thuc. 2, 45; bes. im Ausdruck, die Hyperbel, ὑπερβολὰς εἰπεῖν, Isocr. 4, 88, u. öfter bei Folgdn. – Bei den Mathem. die Hyperbel als Kegelschnitt. – 3) vom med., = ἀναβολή, das Verschieben, der Aufschub, Verzug, Her. 8, 112; μηδεμίαν ὑπερβολὴν ποιησάμενοι Pol. 14, 9, 8.
-
18 υπερβολη
ἥ1) переход, прохождение(τῶν ὀρῶν Xen., Polyb.)
2) тж. pl. место перехода, проход, перевал Polyb.ἡ ὑ. τοῦ ὄρους ἐν τοῖς στενοῖς Xen. — узкий горный проход, теснина
3) астр. восхождение, высота над горизонтом (sc. τῶν πλανήτων Arst.)4) превосходство, преобладание(στρατιᾶς Thuc.; τῆς δυνάμεώς τινος NT.)
χερῶν ὑπερβολαί Eur. — превосходство (в силе) рук;οὑδεμίαν ὑπερβολέν λιπεῖν τινι Isocr. — не дать никому возможности превзойти себя5) чрезмерность, излишек, избыток(ὑ. τε καὴ ἔνδεια Plat.)
καθ΄ ὑπερβολέν καὴ ἔλλειψιν Arst. — выше и ниже нормального;χρημάτων ὑπερβολῇ πρίασθαί τι Eur. — покупать что-л. слишком дорогой ценой;ὑπερβολέν ποιεῖν τῆς τιμῆς Arst. — взвинчивать цену;ὑ. πλησμονῆς Plat. — пресыщение;διὰ τέν ὑπερβολέν τοῦ συμβάντος Polyb. — ввиду неописуемости происшедшего;καθ΄ ὑπερβολέν εἰς ὑπερβολήν NT. — превыше всякой меры6) восполнение, добавлениеὑπερβολέν ποιησάμενος τῆς προτέρας πονηρίας Lys. — вдобавок к своей прежней низости;
ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολέν ποιοῦμαι, ὥστε ἀδικεῖν ὁμολογῶ Dem. — я готов даже согласиться, что являюсь нарушителем справедливости7) высшая степень, верх(εὐδαιμονίας Isocr.)
αἱ ὑπερβολαὴ τῶν δωρεῶν Dem. — необычайно богатые дары;ἥ ὑ. τῆς φιλίας Arst. — совершенная дружба;ταῦτ΄ οὐχ ὑ. αἰσχροκερδίας ; Dem. — разве это не верх алчности?;εἰς и καθ΄ ὑπερβολήν Eur., Isocr., Dem., ἐξ ὑπερβολῆς Polyb. — крайне, чрезвычайно;οἱ καθ΄ ὑπερβολέν ἐν ἐνδείᾳ Arst. — крайне нуждающиеся;καθ΄ ὑπερβολέν τοξεύσας Soph. — необыкновенно точно попав в цель;τὸ καθ΄ ὑπερβολήν Arst. — высшая (превосходная) степень8) отсрочка, задержка, промедление(τοῦ κακοῦ Her.)
9) преувеличение, гипербола Arst.ὑπερβολὰς εἰπεῖν Isocr. — сгустить краски, переборщить
10) мат. гипербола ( коническое сечение) -
19 ενδείαι
-
20 ἐνδείαι
См. также в других словарях:
ἐνδεία — ἐνδείᾱ , ἔνδεια want fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείᾳ — ἐνδείᾱͅ , ἔνδεια want fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδεια — want fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδεια — η (AM ἔνδεια) 1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία 2. έλλειψη («ένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως») αρχ. 1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας») 2. λιμός,… … Dictionary of Greek
ένδεια — η 1. έλλειψη, στέρηση, ανεπάρκεια. 2. στέρηση των αναγκαίων για τη ζωή, φτώχεια, ανέχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνδείας — ἐνδείᾱς , ἔνδεια want fem acc pl ἐνδείᾱς , ἔνδεια want fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείαι — ἐνδείᾱͅ , ἔνδεια want fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδειῶν — ἔνδεια want fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείαις — ἔνδεια want fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείης — ἔνδεια want fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείῃ — ἔνδεια want fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)