-
61 ἐπι-σκιάζω
ἐπι-σκιάζω, beschatten, verbergen, λαϑραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη 'φρούρουν Soph. Tr. 910, d. i. aus dem Verborgenen; τῇ μὲν τῶν πτερύγων τὴν Ἀσίην, τῇ δὲ τὴν Εὐρώπην ἐπισκιάζειν Her. 1, 209; Arist. gen. an. 5, 1; öfter bei Sp., wie N. T., sowohl τινί, als τινά; ὁ τύμβος τινὰ ἐπισκιάζει Arist. ep. 3 ( App. 9, 10). – Auch übertr., ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀπάτη ἐπισκιάζουσιν αὐτούς Luc. Calumn. 1; Tim. 27; Ggstz von φωτίζειν, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 141; τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασι Iunc. Stob. fl. 117, 9; τὸ ἐπαχϑὲς τοῦ λόγου ἐπεσκίασται τῷ ἀναγκαίῳ τῆς ἀπολογίας D. Hsl.; vgl. Hdn. 2, 10, 5.
-
62 ἐπι-σκοτέω
ἐπι-σκοτέω, verfinstern, verdunkeln, im Lichte stehen, τινί, ἐπεσκότει τῷ Κτησίππῳ τῆς ϑέας, er verhinderte ihn am Anblick, Plat. Euthyd. 274 c; οἰκίαν ᾠκοδόμηκε τοσαύτην ὥστε πᾶσιν ἐπισκοτεῖν τοῖς ἐν τῷ τόπῳ Dem. 21, 158; νέφος ὃ ἐπισκοτήσει Μακεδόσιν Pol. 9, 37, 10; absol., Pol. 34, 12, 2; Polyaen. 8, 23, 2. – Häufiger übertr., ἡ ῥώμη ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις ἐπεσκότησε Isocr. 1, 6, that ihnen Eintrag, war hinderlich; ἐπισκοτεῖ τούτοις τὸ κατορϑοῦν Dem. 2, 20, dem nachher συγκρύπτειν u. συσκιάζειν entspricht; τῇ κρίσει τὸ ἴδιον ἡδύ Arist. rhet. 1, 1; τὸν οἶνον τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖν Eubul. bei Ath. II, 43 f; ἐπισκοτεῖσϑαι καὶ κωλύεσϑαι Pol. 2, 39, 12; – τῇ ἀπειρίῃ ἐπισκοτεύμενος, wegen Unerfahrenheit sich in Ungewißheit befindend, Hippocr.
-
63 ἐπι-σείω
ἐπι-σείω (s. σείω), ep. ἐπισσείω, entgegenschütteln, schwingen; Ζεὺς ἐπισσείῃσιν ἐρεμνὴν αἰγίδα πᾶσιν, gegen Alle schwinge Zeus seine Aegis, Il. 4, 167, vgl. 15, 230; μὴ 'πίσειέ μοι τὰς αἱματωποὺς καὶ δρακοντώδεις κόμας, rege nicht gegen mich auf, Eur. Or. 249, parodirt von Alexis bei Ath. VIII, 339 c; τὰ δόρατα Hdn. 2, 13, 8; τὸ ξίφος Luc. u. ä. a. Sp.; – τοὺς κρότους, in die Hände klatschen, Alciphr. 3, 71; τὴν χεῖρα, die Hand schütteln, Luc. gcyth. 11; übertr., πόλεμον, Krieg erregen, Ios.; τὸν δῆμον, aufregen, D. Hal.; pass., ἡ αἰγὶς ἐπεσείετο Luc. Tim. 3; übertr., φόβον τινί, Einem Furcht einjagen, Liban.; ähnl. τοὺς Πέρσας, mit den Persern drohen, diese drohend entgegenhalten, Plut. Them. 4. – Intraus., ἄχρι ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσιν ἐπισείωσι D. Sic. 13, 94, angreifen.
-
64 ἐπι-σκήπτω
ἐπι-σκήπτω, 1) darauf stämmen, darauf lasten od. wuchten lassen, daraufwerfen, ἐς δὲ παῖδ' ἐμὸν Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν ϑεσφάτων Aesch. Pers. 726; ἐπέσκηψε Πέρσαις πολέμους διέπειν, verhängte über sie, 104. Dah. Jemandem auferlegen, auftragen, befehlen oder dringend, bittweise, ans Herz legen, βάξις ἦλϑεν Ἰνάχῳ σαφῶς ἐπισκήπτουσα καὶ μ υϑουμένη Aesch. Prom. 667; ὑμῖν πάντα ταῦτ' ἐπισκήπτω τελεῖν Soph. O. R. 252; ὑμῖν κοινὴν τήνδ' ἐπισκ. χάριν Ai. 563; πόλει καὶ σοὶ ταῦτα Eur. Phoen. 781, mit doppeltem acc., ἐπισκήπτω σε τάδε, ich bitte dich darum, I. T. 683, wie τοσοῦτον δή σ' ἐπισκήπτω Soph. Tr. 1211; mit dem acc. der Person u. folgdm inf., wie κελεύειν Eur. Alc. 372; vgl. Her. 4, 33; in Prosa bes. von den Wünschen u. Verfügungen Sterbender, ὑμῖν τάδε ἐπισκήπτω, τοὺς ϑεοὺς ἐπικαλέων μὴ περιϊδεῖν Her. 3, 65, vgl. 7, 158; μέμνησϑε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσῃσι τελευτῶν τὸν βίον μὴ πειρωμένοισι ἀνακτᾶσϑαι τὴν ἀρχήν, was er den Persern anwünschte, wenn sie nicht versuchten, 3, 73; ἐπισκήψαντος τοῦ πατρὸς ἐπεξελϑεῖν τοῖς φονεῦσι Antiph. 1, 1; αὐτοῖς μηδένα ἐάσειν Is. 9, 19; Lys. 13, 4. 41; ἃ οἱ πατέρες ἡμῖν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλλειν Plat. Menez. 246 c; auch mit Schwurformeln, ἔπισκήπτω ὑμῖν πρὸς ϑεῶν Andoc. 1, 32, wie beschwören; so abdt Aesch. κλαίοντας, ἱκετεύοντας –, ἐπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν ἀλιτήριον στεφανοῦν 3, 157; ἐπισκήπτουσιν ὑμῖν πρὸς τῶν ὅρκων μηδὲν νεωτερίζειν, sie beschwören euch bei den Eiden, Thuc. 2, 73; 3, 59; ϑεοὺς καὶ δαίμονας D. Hal. 10, 11; τὶ περί τινος, Luc. D. M. 13, 2; διὰ γραμμάτων Plut. Them. 9. – 2) med. sich worauf stützen, sich worauf berufen, μάρτυρι Dem. 34, 28, wo Becker das simplex σκήπτει hergestellt hat; – sich auflehnen gegen Einen, bes. in der attischen Gerichtssprache Klage führen, gegen falsches Zeugniß, μαρτυρίᾳ Is. 3, 11; τοῖς μεμαρτυρηκοσι ib. 66; τούτοις οὐκ ἐπεσκήψατο δηλονότι τἀληϑῆ μεμαρτυρηκότας εἰδώς Dem. 29, 33; ἐπισκήπτεσϑαι ὅλῃ τῇ μαρτυρίᾳ καὶ μέρει Plat. Legg. XI, 937 b, der auch pass. sagt ἐὰν ἐπισκηφϑῇ τὰ ψευδῆ μαρτυρῆσαι, ibid.; Dem. abdt οὐδ' ᾗ τινι τῶν ψευδομαρτυριῶν ἐπεσκήψατο (sc. μαρτυρίᾳ), er brachte keine Anklage des falschen Zeugnisses gegen seine Aussage vor, 29, 7; wegen Mordes Klage erheben, ἐπεξιέναι καὶ ἐπισκήπτεσϑαι φόνου τῷ πατρί Plat. Euthyphr. 9 a; – ὁ ἐπιβουληϑεὶς οὐκ ἐτόλμησε ἐπισκήψασϑαι εἰς ὑμᾶς Lys. 3, 39. So auch im act., Plat. Theaet. 145 c. – Pass., wie bei Plat. oben, Soph. αἰτίαν πρὸς τῆς ϑανούσης τῆςδ' ἐπεσκήπτου μόρων Ant. 1297, du wirst beschuldigt, Schuld zu haben. – 3) intr., mit Gewalt darauf niederstürzen, dagegen hervorbrechen, ἐπεὶ δὲ πρᾶγμα δεῦρ' ἐπέσκηψεν τόδε Aesch. Eum. 460; Sp.; νόσος ἐπέσκηψε Plut. Thes. 15.
-
65 ἐπι-τυγχάνω
ἐπι-τυγχάνω (s. τυγχάνω), auf Einen, auf Etwas zufällig treffen oder stoßen, ihm begegnen, τινί, von Menschen u. häufiger von Sachen; εἴςιϑ' ἵνα μὴ κεῖνος ἡμῖν ἐπιτύχῃ Ar. Nubb. 195; ὀρύσσων ἐπέτυχον σορῷ Her. 1, 68; Thuc. 3, 75; Lys. 13, 71; ἀνεῳγμέναις ταῖς ϑύραις Plat. Conv. 431 c; γαμετῇ γυναικὶ βιαζομένῃ Legg. IX, 874 c; κώμαις ἐπιτυχόντες Xen. An. 3, 4, 18; seltener c. gen., Plut. Artax. 12, c. accus., Plat. Rep. IV, 431 c; – absolut, ὁ ἐπιτυχών, der Einem gerade in den Wurf kommt, der Erste der Beste; dah. gemein, unbedeutend, πολλὰ καὶ σμικρὰ καὶ τοῠ ἐπιτυχόντος νομοϑέτου γιγνόμενα Plat. Legg. VIII, 843 e; οὐ γὰρ οἶμαι τοῦ ἐπιτυχόντος εἶναι, es kann nicht Jeder, Euthyphr. 4 a; ο ὐδὲ φαύλων ἀνϑρώπων οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων Crat. 390 d; εἰκῇ λεγόμενα τοῖς ἐπιτυχοῠσιν ὀνόμασιν, mit Ausdrücken, die Einem gerade in den Mund kommen, ohne Auswahl. Vgl. noch Ar. Ran. 1375; Eur. Herc. Fur. 1248, wo es ohne Artikel steht; τὰ ἀνϑρώπων τῶν ἐπιτυχόντων παιδία, die Kinder gemeiner Leute, Her. 2, 2; πόλεως τῆς ἐπιτυχούσης, Ggstz ἐνδοξοτάτη, Xen. Ages. 1, 3. – Mit Jem. zusammenkommen, mit ihm sprechen, wie ἐντυγχάνω, Plat. Legg. VI, 758 c; Luc. Nigr. 2; τῷ βιβλίῳ enc. Dem. 27; – c. partic., = τυγχάνω, ὁκότερα ποιέων ἐπιτύχω εὖ βουλευόμενος Her. 8, 101, wie λέγουσα γὰρ ἐπετύγχανε τάπερ αὐτὸς ἐνόεε 103; vgl. Plat. Sis. 387 e; eigtl. treffen, erlangen, zufällig erreichen, gew. τινός, μετρίου γὰρ ἀνδρος οὐκ ἐπέτυχες πώποτε Ar. Plut. 245; ὁλκάδος ἀναγομένης Thuc. 3, 3, wie τῶν πλοίων ἐπιτυχοῠσαι τὰ πολλὰ διέφϑειραν 7, 25; ὧν πράττουσι Xen. Mem. 4, 2, 28; ἀγαϑοῠ ὠνητοῦ Oec. 2, 3; τοῠ ἀγῶνος, den Proceß gewinnen, Ggstz ἀποτυγχάνω, Dem. 48, 30; ὅτι ὁ τὴν ἐπιστήμην ἔχων ἀεὶ ἂν ἐπιτυγχάνοι Plat. Men. 97 c, vgl. Phil. 61 d; – c. int., ἐπέτυχον παρ' αὐτοῠ καϑηγήσασϑαί μοι τῆς ὁδοῠ, ich erlangte es von ihm, daß er mir den Weg zeigte, Luc. Necyom. 6. – Absolut, das Ziel treffen, οἱ πολλὰ βάλλοντες πολλάκις ἐπιτυγχάνουσι Plut. det. orac. 40 extr.; Glück haben, Etwas erreichen, Thuc. 3, 42; καὶ τἄλλα ἐπετύγχανεν Xen. Hell. 4, 5, 19; περί τινος, Pol. 21, 3, 8; μάχῃ, in der Schlacht siegen, Aesch. 3, 165. Pass. gut von Statten gehen, gelingen, ἐπιτετε υγμέναι πράξεις Pol. 6, 33, 2; D. Sic. 1, 1, wie εἰ ἐπιτυγχάνοιτο Luc. de merc. cond. 8, wenn es glücklich ablaufen sollte; vgl. Plut. Symp. 5, 1, 2 u. Hipparch. Stob. fl. 108, 81.
-
66 ἐπι-τωθάζω
ἐπι-τωθάζω, verspotten, verlachen; πρᾴως Plat. Ax. 364 c; häufiger bei Sp.; τὸ γεγονός Ath. XIII, 604 c; αὐτὸν ἐς φιλαρχίαν, wegen, App. B. C. 2, 67; – auch τινί, worüber, ib. 5. 125.
-
67 ἐπι-τεχνάομαι
ἐπι-τεχνάομαι, listig dazu ersinnen, erfinden, List anwenden; ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε Her. 2, 2; βουλὴν σοφωτάτην 1, 63; πρῆγμα οὐκ ὅσιον 2, 119; πάσας πείρας D. Hal. 4, 55; a. S0.; τινί τι, gegen Jem., Luc. bis acc. 1; – ἄλλους ἐπ' ἄλλοις πολέμους, einen Krieg über den andern anzetteln, D. Hal. 6, 20; – ἐπιτεχνητός, künstlich, φῶς Luc. Prom. 18.
-
68 ἐπι-τειχίζω
ἐπι-τειχίζω, eine Mauer, Verschanzung, ein Bollwerk gegen Einen errichten, absolut, Thuc. 1, 142. 7, 47; τινί, gegen Einen, Αἰγινήταις Xen. Hell. 5, 1, 1; τοῖς πολεμίοις ἐπιτετειχικὼς ἔσῃ 7, 2, 20; ἦλϑες ἐς Δεκέλειαν καὶ ἐπετείχισας τῇ πατρίδι, u. befestigtest Dekelea, Andoc. 1, 101; Lys. 14, 30; τυραννίδα ἐπετείχισεν ὑμῖν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ, er befestigte einen Tyrannen in Euböa als Feind gegen die Athener, Dem. 10, 8; vgl. 8, 36; übertr., τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν, dem Reichthum die Verachtung als Bollwerk entgegenstellen, Luc. Nigr. 23; vgl. Plut. τῇ συνωμοσίᾳ βαρὺν πολέμιον Brut. 20; pass., τὸ φρούριον Ὑρκανίοις ἐπιτετειχίσϑαι Xen. Cyr. 5, 3, 11; Δεκελείας ἐπιτετειχισμένης Aesch. 2, 76; Sp.
-
69 ἐπι-τοξάζομαι
ἐπι-τοξάζομαι, wonach (mit dem Bogen) schießen, zielen, Il. 3, 79; τινί, Luc. calumn. 12 u. a. Sp.
-
70 ἐπι-τολμάω
ἐπι-τολμάω, Muth fassen, sich ermuthigen, es über sich gewinnen, geduldig ausharren, als praes. zu ἐπιτλῆναι (w. m. s.), σοὶ δ' ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ ϑυμὸς ἀκούειν Od. 1, 353; absolut, ἀλλ' ἐπετόλμησε, φρεσὶ δ' ἔσχετο, er hielt aus, blieb standhaft, 17, 238; – τινί, sich an Etwas wagen, τῇ διαβάσει Plut. Philop. 10; ἔργῳ Anton. 69, öfter, wie a. Sp.
-
71 ἐπι-τέρπω
-
72 ἐπι-τίκτω
-
73 ἐπι-τήδειος
ἐπι-τήδειος, α, ον, auch zwei Endgn, ion. ἐπιτήδεος (vgl. ἐπιτηδές), wozu geschickt, für einen bestimmten Zweck brauchbar, passend, καὶ χρηστός Plat. Polit. 308 c; τῆς γῆς ἐούσης ἐπιτηδέης Her. 4, 47; παῖς τῷ πατρί, der zum Vater paßt, nach seinem Sinne ist, 3, 52; ἱερά = καλά, 9, 37; so öfter c. dat., ὀλιγαρχία ἐπιτηδεία τοῖς Λακεδαιμονίοις κατέστη Thuc. 5, 81; τροφὴν ἔχει ἐπιτηδείαν ᾡ ἂν τέκῃ Plat. Menex. 237 c, die erforderliche Nahrung; ἔς τι, Her. 1, 115; ἑωυτῷ ἐπιτηδεωτάτους ἐς πίστιν 3, 70; Thuc. 7, 20. 74; φύσεως ἐπιτηδείας εἰς αὐτὸ τὸ ἐπιτήδευμα Plat. Rep. II, 374 e; auch πρός τι, Legg. XII, 968, wie Xen. Mem. 2, 1, 3; gew. c. inf., ἔστιν γὰρ ἐπιτήδεια συρμαίαν μετρεῖν Ar. Pax 1220, vgl. 1194; ἐπιτηδεώτατον χωρίον ἐνιππεύειν, für Reiterei sehr geeignet, Her. 6, 102; ἄνδρες οἳ ἐδόκουν ἐπιτηδειότατοι εἶναι ἀμφὶ ταῦτ' ἔχειν Xen. Cyr. 6, 1, 22; ὑδάτια ἐπιτήδεια κόραις παίζειν παρ' αὐτά Plat. Phaedr. 229 b; oft ἐπιτήδειόν ἐστι, es ist dienlich, erforderlich, nothwendig, ἐνϑαῦτα ὑμῖν ἐπιτήδεον οἰκέειν Her. 4, 158; 9, 27; Folgde; mit Attraction, ἐπιτηδειότερος τεϑνάναι, es ist passender, er verdient mehr, daß er stirbt, Andoc. 4, 25; ἐπιτήδειαι παϑεῖν, die werth sind, das zu leiden, Dem. 22, 57; ἐκλεγόμενος τὸν ἐπιτήδειον ἔπαιεν, der es verdiente, sc. παίεσϑαι, Xen. An. 2, 3, 11; ἄνδρας ἀπέκτειναν, οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι Thuc. 8, 70; – ὁ ἐπ., der mit Einem in genauer Vrbdg steht, der Verwandte, Angehörige, Freund, τινί, Thuc. 1, 60. 2, 18; Xen. Hell. 6, 3, 14; öfter Plut. u. A.; oft absol., selten τινός, Thuc. 7, 73. – Τἁ ἐπιτήδεια, die Bedürfnisse, bes. Lebensmittel, Proviant, Her. 2, 174; Thuc. 2, 23 u. öfter, wie Xen. u. Folgde. – Der unregelmäßige compar. ἐπιτηδειέστερος Democrit. Eust. Od. 1441, 16. – Adv. ἐπιτηδείως, ion. ἐπιτηδέως, Her. 9, 7; Thuc. u. Folgde.
-
74 ἐπι-φράζω
ἐπι-φράζω, noch dazu sagen, angeben, Her. 1, 179 (Bekk. schreibt ἔτι φράσαι; ἐπέφραδον ist aor. II. zu φράζω, w. m. s.). – Sonst im med., auch mit aor. pass., bei sich bedenken, überlegen; absolut, Il. 21, 410; ὧδε Her. 4, 200. 7, 239; – bemerken, wahrnehmen, erkennen, ἵνα μή μιν ἐπιφρασσαίατ' Ἀχαιοί Od. 18, 94; neben νοέω 8, 94; βουλήν, wahrnehmen, kennen lernen, Il. 2, 282; entdecken, errathen, Her. 1, 48. 5, 9; aussinnen, ersinnen, ὄλεϑρόν τινι Od. 15, 444, wie Ap. Rh. 4, 507; βουλήν Il. 13, 741; τέχνην Hes. Th. 160; γάμον Theocr. 22, 165; δόλον Ap. Rh. 3, 720; τοιάδε Her. 6, 61. 133; – c. inf., οἷον τὸν μῦϑον ἐπεφράσϑης ἀγορεύειν Od. 5, 183, vgl. Il. 5, 665. Einzeln bei Sp.
-
75 ἐπι-φιλο-πονέομαι
ἐπι-φιλο-πονέομαι, τινί, einer Arbeit eifrig obliegen, Xen. Oec. 5, 5, wo jetzt τέ τι φιλοπ. gelesen wird.
-
76 ἐπι-φοιτάω
ἐπι-φοιτάω, hinzugehen, -kommen, οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλϑόντες Her. 9, 28, öfter; von Traumbildern, 7, 15. 16; von Sachen, ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος 3, 6; τινί, zu Einem, 2, 73; ἐς τὴν ἄλλην Πελοπόννησον Thuc. 1, 135; Sp., τὰς πόλεις, besuchen, Iulian.; feindlich einfallen, Thue. 1, 81. – Häufig, u Einem kommen, besuchen, Luc. u. a. Sp.
-
77 ἐπι-χρεμέθω
ἐπι-χρεμέθω, = Folgdm, τινί, Ap. Rh. 3, 1260; Qu. Sm. 11, 328.
-
78 ἐπι-χωριάζω
ἐπι-χωριάζω, im Lande sein, sich wo aufhalten, verkehren mit Einem, τινί, Luc. Pseudol. 19; οὐδεὶ ς ἐπιχωριάζει τὰ νῦν Ἀϑήναζε, kommt oft nach Athen, Plat. Phaed. 57 a; ϑάλασσα ἐπιχωριάζουσα, das ans Land fluthende Meer, Polem. 2, 25. – Gew. einheimisch sein, τὸ πάϑος ἐπιχωριάζει τῇ νήσῳ Strab. X, 487; landesüblich sein, Mode sein, περὶ Ἀϑήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική Arist. pol. 8, 6; ὁ περὶ τὴν πλεονεξίαν τρόπος οὕτως ἐπιχωριάζει παρὰ τοῖς Κρησίν Pol. 6, 46, 3; Plut. Lyc. 4. 24; Luc. Nigr. 34; γλώττης τῆς κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐπιχωριαζούσης D. Hal. Lys. 2. – So auch med., ἐν ὅσοις τῶν πόλεων ἐπιχωριάζεται τὸ νέους συζευγνύναι καὶ νέας Arist. pol. 7, 16; ἐπιχωριαζομένη παρ' αὐτοῖς συνήϑεια bei Ath. XIV, 619 f.
-
79 ἐπι-χαρίζομαι
ἐπι-χαρίζομαι, aus Gefälligkeit geben, Xen. de re equ. 6, 12; gefällig sein, τινί, D. L. 10, 121.
-
80 ἐπι-χειρο-τονία
ἐπι-χειρο-τονία, ἡ, die Abstimmung des Volkes durch Handhochheben, νόμων Dem. 24, 20 ff., über die Gesetze; – ποιεῖν, od. διδόναι τινί, abstimmen lassen, von den πρόεδροι, 24, 50, im Gesetz. – Wahl durch solche Abstimmung, τῶν ταξιαρχῶν Plat. Legg. VI, 755 e.
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… … Dictionary of Greek
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
ευθυμώ — (ΑΜ εὐθυμῶ, έω) [εύθυμος] είμαι εύθυμος, βρίσκομαι σε εύθυμη, σε χαρούμενη κατάσταση νεοελλ. βρίσκομαι σε ελαφρά μέθη («ήπιε λίγο κρασί και ευθύμησε») μσν. 1. χαίρομαι 2. ξενοιάζω αρχ. 1. κάνω κάποιον εύθυμο, προκαλώ ευθυμία σε κάποιον 2. παθ.… … Dictionary of Greek