Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μάρτυρι

См. также в других словарях:

  • μάρτυρι — μάρτυς witness masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GEORGIUS Cappadox — I. GEORGIUS Cappadox Trib. Mil. sub Diocletiano, qui maximum serpentem peremit, liberatâ puellâ, quae eidem in praedam devota fuerat. Theologi nonnulli existimant, fictitium esle nomen, sub quo vet. Christi Ecclesiam a Satanae tyranide liberantis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρ' — μάρτυρε , μάρτυρος masc voc sg μάρτυρα , μάρτυς witness masc/fem acc sg μάρτυρι , μάρτυς witness masc/fem dat sg μάρτυρε , μάρτυς witness masc/fem nom/voc/acc dual μάρτῡραι , μαρτύρομαι call to witness aor imperat mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»