Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπάγην

См. также в других словарях:

  • ἐπάγην — ἐπά̱γην , ἐπάγνυμι break aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπά̱γην , ἐπάγνυμι break aor ind pass 1st sg (homeric ionic) ἐπάγω bring on pres inf act (doric aeolic) πάσσω sprinkle aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) πάσσω sprinkle aor ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροπαγής — ( ούς), ές (Μ ἀκροπαγής) ο στερεωμένος ή καρφωμένος στα άκρα «ἀκροπαγὴς ἐξέδρα» (Ιω. Γαζαίος 1, 111). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + παγὴς < ἐπάγην < πήγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • γομφοπαγής — ές (Α) 1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά 2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + παγής < (θ.) παγ , επάγην (βλ. πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • ετεροπαγής — ές (για διφυές τέρας) αυτός που έχει στην μπροστινή επιφάνεια τού σώματός του κεφάλι και θώρακα δεύτερου ατελούς πλάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + παγής (< θ. πάγ , πρβλ. επάγην, αόρ. τού πήγνυμι*)] …   Dictionary of Greek

  • ευπαγής — εὐπαγής, ές (ΑΜ) (για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός αρχ. 1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος 2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα 3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ηλοπαγής — ές (Α ἡλοπαγής, ές) ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + παγής (< επάγην, αόρ. τού πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο παγής, προσωπο παγής] …   Dictionary of Greek

  • ημιπαγής — ἡμιπαγής, ές (Α) ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ νεοελλ. ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος τού προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα αρχ. 1. (μτφ. για τη μάθηση)… …   Dictionary of Greek

  • πήθω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πάσχω». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από τον αόρ. έπαθον τού πάσχω κατά το σχήμα ῥήγνυμι ἐρράγην, πήγνυμι ἐπάγην] …   Dictionary of Greek

  • ριζοπαγής — ές, ΜΑ αυτός που είναι στερεά ριζωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐπάγην τού πήγνυμι*), πρβλ. προσωπο παγής] …   Dictionary of Greek

  • pā̆ k̂ - and pā̆ ĝ - —     pā̆ k̂ and pā̆ ĝ     English meaning: to repair, strengthen     Deutsche Übersetzung: “festmachen”, teils durch Einrammen (Pflock, Pfosten), teils durch Zusammenfũgen (Fuge; festgefũgt, kompakt, fest: partly also Fessel, Strick)… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»