-
1 επαγην
-
2 επάγην
παθ. αόρ. от πηγνύω -
3 παγην
-
4 πηγνυμι
редко πηγνύω (fut. πήξω, aor. ἔπηξα - дор. πᾶξα, pf. 1 trans. πέπηχα, pf. 2 intrans. πέπηγα, ppf. ἐπεπήγειν - эп. πεπήγειν; pass.: aor. ἐπάγην с ᾰ, тж. ἐπήχθην - эп. πάγην, 3 л. pl. πάγεν, тж. πῆχθεν, fut. πᾰγήσομαι, pf. πέπηγμαι) тж. med.1) вонзать, всаживать(τέν κἰχμέν ἐν μετώπῳ Hom.; ξίφος διὰ φρενῶν Pind.; δόρυ ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει Hom.)
2) втыкать, вбивать, вколачивать(σκῆπτρον Soph.; σταύρωμα Thuc.; κεφαλέν ἀνὰ σκολόπεσσι Hom.)
σχηνέ πεπηγυῖα Her. — воткнутая (кольями в землю), т.е. готовая палатка;ὑπὸ ῥάχιν παγέντες Aesch. — посаженные на кол;στέρνοις πόδα π. Anth. — наступить ногой на грудь3) вперять, устремлять(ὄμματα κατὰ χθονός Hom. и ἐπὴ χθονός Theocr.; πρός τι παγῆναι Plat.)
παγῆναι ἀρέσκειν τινί Plat. — стремиться понравиться кому-л.;ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι Anth. — прильнув губами друг к другу4) сбивать, сплачивать, сколачивать, тж. строить(νῆας Hom., Her.; ἅμαξαν Hes.)
ψυχέ καὴ σῶμα παγέν Plat. — связанная с телом душа5) сковывать (льдом), замораживать(πᾶν ῥέεθρον Aesch.; τοὺς ποταμούς Arph.)
ὕδωρ ἐπήγνυτο Xen. — вода замерзала;ἄνεμος βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους Xen. — северный ветер, леденивший людей6) делать твердым, уплотнять, свертыватьτυροὺς πήγνυσθαι Luc. — приготовлять себе сыры;
ἅλες ἐπὴ τῷ στόματι πήγνυνται Her. — у устья (Борисфена) затвердевает, т.е. отлагается соль;ἄρθρα πέπηγέ μου Eur. — члены мои онемели;τὸ γάλα πήγνυται Arst. — молоко свертывается7) устанавливать, утверждатьὅρχος παγείς Eur. — (торжественно) подтвержденная клятва;
ὅρος ἡμῖν παγήσεται Thuc. — граница наша будет незыблема -
5 πήγνυμι
См. также в других словарях:
ἐπάγην — ἐπά̱γην , ἐπάγνυμι break aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπά̱γην , ἐπάγνυμι break aor ind pass 1st sg (homeric ionic) ἐπάγω bring on pres inf act (doric aeolic) πάσσω sprinkle aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) πάσσω sprinkle aor ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροπαγής — ( ούς), ές (Μ ἀκροπαγής) ο στερεωμένος ή καρφωμένος στα άκρα «ἀκροπαγὴς ἐξέδρα» (Ιω. Γαζαίος 1, 111). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + παγὴς < ἐπάγην < πήγνυμι] … Dictionary of Greek
γομφοπαγής — ές (Α) 1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά 2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + παγής < (θ.) παγ , επάγην (βλ. πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
ετεροπαγής — ές (για διφυές τέρας) αυτός που έχει στην μπροστινή επιφάνεια τού σώματός του κεφάλι και θώρακα δεύτερου ατελούς πλάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + παγής (< θ. πάγ , πρβλ. επάγην, αόρ. τού πήγνυμι*)] … Dictionary of Greek
ευπαγής — εὐπαγής, ές (ΑΜ) (για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός αρχ. 1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος 2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα 3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο 4. αυτός… … Dictionary of Greek
ηλοπαγής — ές (Α ἡλοπαγής, ές) ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + παγής (< επάγην, αόρ. τού πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο παγής, προσωπο παγής] … Dictionary of Greek
ημιπαγής — ἡμιπαγής, ές (Α) ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ νεοελλ. ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος τού προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα αρχ. 1. (μτφ. για τη μάθηση)… … Dictionary of Greek
πήθω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πάσχω». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από τον αόρ. έπαθον τού πάσχω κατά το σχήμα ῥήγνυμι ἐρράγην, πήγνυμι ἐπάγην] … Dictionary of Greek
ριζοπαγής — ές, ΜΑ αυτός που είναι στερεά ριζωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐπάγην τού πήγνυμι*), πρβλ. προσωπο παγής] … Dictionary of Greek
pā̆ k̂ - and pā̆ ĝ - — pā̆ k̂ and pā̆ ĝ English meaning: to repair, strengthen Deutsche Übersetzung: “festmachen”, teils durch Einrammen (Pflock, Pfosten), teils durch Zusammenfũgen (Fuge; festgefũgt, kompakt, fest: partly also Fessel, Strick)… … Proto-Indo-European etymological dictionary