-
1 αγωγή
ἀγωγεύςhaulier: masc nom /voc /acc dualἀγωγεύςhaulier: masc acc sg——————ἀγωγῆι, ἀγωγεύςhaulier: masc dat sg (epic ionic)ἀγωγήcarrying away: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αγωγή
-
3 ἀγωγή
-
4 ἀγωγή
ἀγωγή, ῆς, ἡ (Aeschyl., Hdt. et al.; ins, pap, LXX) ‘leading’ (Orig. C. Cels. 3, 73, 12) then way of life, conduct (so X., Eq. 3, 4; Polyb. 4, 74, 1; 4 ἀ. τοῦ βίου; Diod S 13, 82, 7; M. Ant. 1, 6; IMagnMai 164, 3 ἤθει καὶ ἀγωγῇ κόσμιον; OGI 223, 15 [III B.C.]; 474, 9; 485, 3; UPZ 113, 12 [156 B.C.]; PTebt 24, 57 [117 B.C.]; SB 9050 V, 11f. ἡ τοῦ βίου ἀ. [s. AKränzlein, JJP 6, ’52, 232]; Horoscope in PPrinc 75, 5; Esth 2:20; 2 Macc 11:24; EpArist, Philo, Jos., Ant. 14, 195; Iren. 4, 38, 1 [Harv. II 292, 9]; Orig. C. Cels. 3, 51, 16; s. Nägeli 34) 2 Ti 3:10. ἡ ἐν Χριστῷ ἀ. the Christian way of life 1 Cl 47:6 (v.l. ἀγάπε). σεμνὴ … ἁγνὴ ἀ. 48:1.—DELG s.v. ἄγω 18. TW. Sv. -
5 ἀγωγή
A carrying away, Hdt.6.85, etc.; freight, carriage,πρὸς τὰς ἀγωγὰς.. χρῆσθαι ὑποζυγίοις Pl.R. 370e
, cf.X.Lac.7.5, PLond. 3.948.2 (iii A.D.).b intr., τὴν ἀ. διὰ τάχους ἐποιεῖτο pursued his voyage, Th.4.29 (v.l.); movement, Pl.R. 604b; ἀ. ἐπί τι tendency towards.., Hp.Epid.1.1.3 forcible seizure, carrying off, abduction, A.Ag. 1263, S.OC 662;ἀγωγὴν ποιήσασθαι PTeb. 39.22
(ii B. C.), cf. 48.22.5 load, Ostr.1168; weight, AB333.b spell for bringing a person, usu. love-charm, PMag.Par. 1.1390.2 leading of an army, Id.Lg. 746e (pl.); ἀ. στραταρχίας conduct of an expedition, Vett.Val.339.29;ἡ ἀ. τῶν πραγμάτων Plb.3.8.5
.3 direction, training,παιδεία μέν ἐσθ' ἡ παίδων ὁλκή τε καὶ ἀ. πρὸς τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον Pl.Lg. 659d
, cf. 819a;ἀ. ὀρθῆς τυχεῖν πρὸς ἀρετήν Arist.EN 1179b31
;διὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν ἀ. Id.Pol. 1292b14
, cf. Cleanth.Stoic.1.107: in pl., systems of education, Chrysipp.Stoic.3.173; esp. of the public education of the Spartan youth,Λακωνικὴ ἀ. Plb. 1.32.1
;Ἀγησίλαος ἤχθη τὴν λεγομένην ἀγωγὴν ἐν Δακεδαίμονι Plu.Ages.1
; ἀ. στοιχειώδης elementary course, Apollon.Perg.Con.1 Praef.:—also of plants, culture, Thphr.HP1.3.2; of diseases, treatment, Gal.12.414, 15.436.4 way of life, conduct, Archyt ap.Stob.2.31.120 (pl.), PTeb. 24.57 (ii B. C.), OGI223.15 (Erythrae, iii B. C.), LXX 2 Ma.6.8, 2 Ep.Tim. 3.10, M.Ant.1.6.6 generally, method, construction (of a law), Arist.Rh. 1375b12; style, D.H.Isoc.20, al.;ἡ ἀ. τῶν διαλέκτων Str.14.1.41
.7 method of proof, esp. of syllogistic reasoning,λόγοι τὰς ἀγωγὰς ὑγιεῖς ἔχοντες Chrysipp.Stoic.2.84
, cf. Simp.in Ph. 759.14; line of argument, Plu.2.106b.9 Milit., manoeuvre, movement, Ascl.Tact.12.7 and 10; order of march, ib.11.8, cf. Ael.Tact.39.1.10 in Law, = Lat. actio, Cod.Just. 4.24.1, al. -
6 ἀγωγῆ
Βλ. λ. αγωγή -
7 ἀγωγῇ
Βλ. λ. αγωγή -
8 ἀγωγή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-0-2-4=6 Est 2,20; 10,3; 2 Mc 4,16; 6,8; 11,24διηγεῖτο τὴν ἀγωγήν he passed his life Est 10,3 Cf. SPICQ 1978a, 38; →NIDNTT; TWNT -
9 αγωγή
1) action2) conductionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγωγή
-
10 'γωγ'
ἀγωγά̱, ἀγωγήcarrying away: fem nom /voc /acc dualἀγωγά̱, ἀγωγήcarrying away: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀγωγαί, ἀγωγήcarrying away: fem nom /voc plἀγωγά, ἀγωγόςleading: neut nom /voc /acc plἀγωγέ, ἀγωγόςleading: masc /fem voc sgἔγωγε, ἐγώI at least: masc /fem nom /voc 1st sg -
11 αγωγήι
ἀγωγεύςhaulier: masc dat sg (epic ionic)ἀγωγῇ, ἀγωγήcarrying away: fem dat sg (attic epic ionic) -
12 ἀγωγῆι
ἀγωγεύςhaulier: masc dat sg (epic ionic)ἀγωγῇ, ἀγωγήcarrying away: fem dat sg (attic epic ionic) -
13 αγωγά
ἀγωγά̱, ἀγωγήcarrying away: fem nom /voc /acc dualἀγωγά̱, ἀγωγήcarrying away: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀγωγόςleading: neut nom /voc /acc pl -
14 ἀγωγά
ἀγωγά̱, ἀγωγήcarrying away: fem nom /voc /acc dualἀγωγά̱, ἀγωγήcarrying away: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀγωγόςleading: neut nom /voc /acc pl -
15 αγωγάς
-
16 ἀγωγᾶς
-
17 αγωγής
ἀγωγεύςhaulier: masc nom plἀγωγεύςhaulier: masc nom /voc plἀγωγήcarrying away: fem gen sg (attic epic ionic) -
18 ἀγωγῆς
ἀγωγεύςhaulier: masc nom plἀγωγεύςhaulier: masc nom /voc plἀγωγήcarrying away: fem gen sg (attic epic ionic) -
19 αγωγαίς
-
20 ἀγωγαῖς
См. также в других словарях:
ἀγωγή — carrying away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αγωγή — η 1. τρόπος εκπαίδευσης των ανηλίκων: Η σύγχρονη αγωγή των νέων είναι πολύ διαφορετική από την πριν λίγες δεκαετηρίδες. 2. μέθοδος επιστημονική για την επιτυχία κάποιου σκοπού: Θεραπευτική αγωγή, σωματική αγωγή κτλ. 3. έγγραφη προσφυγή στα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγωγῇ — ἀγωγῆι , ἀγωγεύς haulier masc dat sg (epic ionic) ἀγωγή carrying away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγῆ — ἀγωγεύς haulier masc nom/voc/acc dual ἀγωγεύς haulier masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… … Dictionary of Greek
Παυλιανή αγωγή — (Νομ.). Στα χρόνια του πραίτωρα Αιμιλίου Παύλου, το 563, και κατ’ άλλους στα χρόνια του Παύλου Βιργίνιου, το 560, παραχωρήθηκε στους δανειστές το δικαίωμα να προσβάλουν τις πράξεις του οφειλέτη τους, αν αυτός, με δόλια μέσα, μειώνει την περιουσία … Dictionary of Greek
ἀγωγαῖς — ἀγωγή carrying away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγαί — ἀγωγή carrying away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγήν — ἀγωγή carrying away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγῶν — ἀγωγή carrying away fem gen pl ἀγωγός leading masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)