-
1 στατικος
31) способный останавливать, останавливающий(ἀρχέ κινητικέ ἢ στατική Arst.)
2) умеющий взвешивать, определяющий вес Plat. -
2 στατικός
-
3 αποστατικος
-
4 διαστατικος
31) разъединяющий, разделяющий2) вызывающий разлад, сеющий смуту(λόγοι Plut.)
3) раздельно произносящий, отчеканивающий(τῶν ὀνομάτων Diog.L.)
-
5 εκστατικος
31) смещающий(κίνησις Plat.; μεταβολέ πᾶσα ἐκστατικόν ἐστιν Arst.)
2) приводящий в восторженное состояние(ἡδοναί Plut.)
3) потерявший самообладание, обезумевший(διὰ πάθος и ὑπὸ ὀργῆς Arst.; ἔ. καὴ παραφρονοῦν Plut.)
4) легко возбуждающийся(ζῷα Arst.)
-
6 ενστατικος
31) оказывающий сопротивление(ζῷα πρᾶα καὴ οὐκ ἐνστατικά Arst.)
2) встречный, препятствующий(πνεύματα Plut.)
3) выдвигающий частые возражения, придирчивый(ὅ διαλεκτικός Arst.)
ἐ. διὰ τῶν ἐνστάσεων Arst. — неистощимый в возражениях -
7 επιστατικος
31) касающийся управления, связанный с надзором(τέχνη Plat.)
2) устойчивый, прочный(κατάλημμα Diog.L.)
-
8 καταστατικος
3успокаивающий, унимающий, утоляющий -
9 παραστατικος
-
10 περιστατικος
-
11 προστατικος
31) относящийся к простату, начальнический2) свойственный начальнику, начальственный(ἐπισημασία Polyb.)
3) склонный к заступничеству, покровительственный(π. καὴ βοηθητικός Plut.)
-
12 συστατικος
31) составляющий, входящий в состав(τὰ συστατικὰ μόρια Sext.)
2) рекомендательный(ἐπιστολή Diog.L., NT.)
-
13 υποστατικος
См. также в других словарях:
στατικός — causing to stand masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek
στατικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σταμάτημα ή βρίσκεται σε ακινησία: Πήρε στατικά φάρμακα. – Στατικός ηλεκτρισμός. 2. αυτός που αναφέρεται στην ισορροπία των δυνάμεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στατικά — στατικός causing to stand neut nom/voc/acc pl στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc/acc dual στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικῶν — στατικός causing to stand fem gen pl στατικός causing to stand masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικόν — στατικός causing to stand masc acc sg στατικός causing to stand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικοῖς — στατικός causing to stand masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικοί — στατικός causing to stand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικοῦ — στατικός causing to stand masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικῆς — στατικός causing to stand fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικῇ — στατικός causing to stand fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)