Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παραστατικός

См. также в других словарях:

  • παραστατικός — fit for standing by. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικός — ή, ό / παραστατικός, ή, όν, ΝΑ [παραστάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην παράσταση ή που έχει γίνει με τη βοήθεια προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική διδασκαλία») 2. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να παριστάνει, να… …   Dictionary of Greek

  • παραστατικός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να εικονίσει, να εκφράσει καλά τα πράγματα: Στην αφήγησή του είναι πολύ παραστατικός. 2. το θηλ. ως ουσ., παραστατική κλάδος της Γεωμετρίας. 3. αυτός που δείχνει, αποδεικνύει κάτι, ο βεβαιωτικός: Παραστατικά στοιχεία του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραστατικά — παραστατικός fit for standing by. neut nom/voc/acc pl παραστατικά̱ , παραστατικός fit for standing by. fem nom/voc/acc dual παραστατικά̱ , παραστατικός fit for standing by. fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικώτερον — παραστατικός fit for standing by. adverbial comp παραστατικός fit for standing by. masc acc comp sg παραστατικός fit for standing by. neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικῶν — παραστατικός fit for standing by. fem gen pl παραστατικός fit for standing by. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικόν — παραστατικός fit for standing by. masc acc sg παραστατικός fit for standing by. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικαῖς — παραστατικός fit for standing by. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικαί — παραστατικός fit for standing by. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικοῖς — παραστατικός fit for standing by. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικοί — παραστατικός fit for standing by. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»