-
1 επισημασια
ἥ1) знак, признак2) знамение, примета(κατὰ τοὺς ἀστρολόγους Diod.)
3) похвала(ἄξιος ἐπισημασίας Polyb.; ταῖς ἐπισημασίαις συναύξειν τέν τοῦ θεοῦ τιμήν Diod.)
4) (тж. ἐ. εὐνοϊκή Polyb.) благоволение(τυχεῖν τινος ἐπισημασίας Polyb.)
5) проявление, признаки (sc. τῆς νόσου Plut.)6) волеизъявление (populi ἐ. Cic.) -
2 προστατικος
31) относящийся к простату, начальнический2) свойственный начальнику, начальственный(ἐπισημασία Polyb.)
3) склонный к заступничеству, покровительственный(π. καὴ βοηθητικός Plut.)
См. также в других словарях:
ἐπισημασία — ἐπισημασίᾱ , ἐπισημασία marking fem nom/voc/acc dual ἐπισημασίᾱ , ἐπισημασία marking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημασίᾳ — ἐπισημασίᾱͅ , ἐπισημασία marking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισημασία — ἐπισημασία, ἡ (AM) [επισημαίνω] μσν. ξεχωριστή σημασία, σπουδαιότητα αρχ. 1. σημείο, ένδειξη ευαρέσκειας, έπαινος («τυχεῑν τινος ἐπισημασίας διά τὸ συμπεπολεμηκέναι», Πολ.) 2. στον πληθ. επευφημίες 3. (με κακή σημ.) σημάδι κατηγορίας… … Dictionary of Greek
ἐπισημασίας — ἐπισημασίᾱς , ἐπισημασία marking fem acc pl ἐπισημασίᾱς , ἐπισημασία marking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημασίαι — ἐπισημασίᾱͅ , ἐπισημασία marking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημασίαν — ἐπισημασίᾱν , ἐπισημασία marking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημασιῶν — ἐπισημασία marking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισημασίαις — ἐπισημασία marking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)