-
1 ἀληθοῦς
[по] истиннойΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀληθοῦς
-
2 διοριστικος
-
3 ελεγχω
(fut. ἐλέγξω, aor. ἤλεγξα; pass.: fut. ἐλεγχθήσομαι, aor. ἠλέγχθην, pf. ἐλήλεγμαι)1) покрывать позором, посрамлять(τινά Hom.)
ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν Xen. — он будет посрамлен и осмеян2) одолевать, побеждать, aor. превзойти(ἐλέγξαι τινὰ ὠκύτητι Pind.)
3) отвергать с презрением, aor. пренебречь(μῦθόν τινος Hom.)
4) отвергать, отклонять(τὰ φίλτατα ἐληλεγμένα Luc.)
τούτων μητ΄ ἐλεγχθέντων μηθ΄ ὁμολογηθέντων Plat. — поскольку все это и не отвергнуто, и не принято5) опровергать, возражать(τοῦτ΄ ἐλεγξαι πειράσομαι πρῶτον, ἐφ΄ ᾧ φρονεῖ μάλιστα Dem.)
διαφυγεῖν τὸ ἐλεγχθῆναι Arst. — ускользнуть от возражений (противника);ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἔστι καὴ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τέν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Arst. — если что-л. (вообще) может быть доказано, то может быть опровергнут и тот, кто утверждает нечто, противоположное истине6) (из)обличать, уличатьοὐκ ἔχειν ἔτι ἐλεγχομένους ἀρνέεσθαι Her. — (рассказывают), что они, будучи уличены, не могли больше отпираться;
ἐ. σὺν νεορρύτῳ ξίφει Aesch. — поймать на месте преступления с обнаженным мечом7) порицать, обвинять(τινά τι Plat., τινὰ περί τινος Arph. и τινὰ ποιεῖν τι Eur.)
περί τινα ἐ. Dem. — обвинять кого-л. (на суде);φύλαξ ἐλέγχων φύλακα Soph. — так как один страж сваливает вину на другого;ἐ. αὑτὸν τοῖς Συρακουσίοις παρεῖχεν Plut. — он дал сиракузцам повод выступить против него с обвинениями;ἠλέγχετο κατέχειν ἑαυτὸν οὐ δυνάμενος Plut. — его порицали за то, что он не умел сдерживать себя8) расспрашивать(τινά Aesch.)
τάς τε πρόσθεν, τάς τε νῦν ἐ. πράξεις Soph. — расспрашивать и о прошлом, и о настоящем;ἐλέγξαι τινὰ τεκμηρίῳ, εἰ … Dem. — на основании вещественных доказательств узнать у кого-л., действительно ли …;τί ταῦτ΄ ἄλλως ἐλέγχεις ; Soph. — к чему эти твои бесполезные вопросы?9) допрашивать(τοὺς αἰχμαλώτους Xen.)
10) исследовать, испытывать, проверять, разбирать(πάσαις βασάνοις τι Plat.)
11) доказывать, показывать(τὰ ἔργοις ἐληλεγμένα Plat.)
αὐτὸ τὸ ἔργον ἐλέγχει Thuc. — дело само говорит за себя -
4 εφαπτω
Iион. ἐπάπτω [ἅπτω I]1) досл. привязывать, прикреплять, закреплять, перен. совершать, делать(ἔργον τι κατ΄ ὀργήν Soph.)
ἐφάψαι πότμον ὀρφανόν Pind. — обречь на бездетность;λύων ἂν ἢ ἐφάπτων (v. l. ἅπτων ἂν ἢ λύων) Soph. — развязывая ли, или связывая, т.е. поступая таким ли образом, или противоположным;pass. — быть укрепляемым, предопределяемым:Τρώεσσι κήδεα или ὀλέθρου πείρατα ἐφῆπται или ἐφῆπτο (ppf. pass.) Hom. — над троянцами нависла гибель;ἀθανάτοιοιν ἔρις καὴ νεῖκος ἐφῆπται Hom. — раздор и распря стали уделом бессмертных;εἴδεος ἐπαμμένος Her. — наделенный красотой;ἁπάσης ταύτης τῆς ἕξεως ἐφαπτόμενα Plat. — то, что связано со всеми этими обстоятельствами2) med. (со)прикасаться, хвататься(τινος Arph., Arst., Plut. и τινος χερί Pind.)
ξίφους ἐ. Aesch. — хвататься за меч;ἐ. τινος τέν διάνοιαν Arst. — размышлять о чем-л.;χείρεσσιν ἐφάψασθαι ἠπείροιο Hom. — ухватиться руками за сушу, т.е. доплыть до берега;σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν Pind. — взойти на новую вершину3) med. (при)касаться, достигать(κελεύθοις ἁπλόαις τινός Pind.; τοῦ ἀληθοῦς Plat.)
4) med. захватывать(ῥυσίων Aesch.; τῶν Ἐρεχθεϊδᾶν δόμων Eur.)
5) med. постигать6) med. быть прикосновенным, причастным(ἀκράντοις ἔπεσι Pind.; τῶν περὴ φύσεως ζητημάτων Plat.)
ἐφάψασθαι τῶν σπονδῶν Plut. — принять участие в заключении перемирияII[ἅπτω II] зажигать, pass. загораться(ὥστε πῦρ ἐφάπτεται ὕβρισμα Eur. - v. l. ὑφάπτεται)
-
5 εφεσις
- εως ἥ1) бросание, метаниеἡ τοῖς βέλεσιν ἔ. Plat. — стрельба из лука
2) юр. апелляция, апелляционная жалоба(εἴς и ἐπί τινα Dem., Arst.; εἰς δικαστήριον Plut.)
ἔφεσιν ἀγωνίζεσθαι Luc. — разбирать (чью-л.) апелляцию3) (у)стремление, порыв, тяготение(δόξης τῆς ἀληθοῦς περὴ τὸ ἄριστον ἔ. Plat.; τοῦ τέλους Arst.)
4) разыскивание, исследование(περὴ θεῶν Plut.)
-
6 θεατης
ион. θεητής - οῦ ὅ1) досл. зритель, тж. свидетель, слушатель Eur., Arph., Arst.2) обозреватель(τῆς χώρης Her.)
3) созерцатель(τοῦ ἀληθοῦς Arst.; τῆς ἀρετῆς Plut.)
-
7 κρατεω
(impf. iter. κρατέ(ε)σκον, дор. part. aor. κρατήσαις)1) быть мощным, обладать силой(μέγα κρατέων ἤνασσεν, sc. Ἀχιλλεύς Hom.)
ὅταν μάλιστα κρατῇ ὅ ἥλιος Arst. — когда солнце сильнее всего печет;ἕως ἂν κρατῇ ἥ κίνησις Arst. — пока продолжается движение2) править, управлять, тж. господствовать, властвовать(Ἦλις, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Hom.; τί γὰρ πέπρωται Ζηνὴ πλέν ἀεὴ κρατεῖν; Aesch.)
κ. Ἀργείων Hom. — царствовать над аргивянами;κ. ἀνδράσι καὴ θεοῖσι Hom. — властвовать над людьми и богами;ὅ κρατῶν Soph. — правитель, хозяин;ἥ κρατοῦσα Aesch. — госпожа, хозяйка3) иметь право(τοῦ ἀντιλέξαι Soph.)
4) овладевать, захватывать(τῆς ἀρχῆς Her.; πᾶσαν αἶαν Aesch.; τῆς θαλάττης Plat.)
5) схватывать(τινα и τι χειρός τινος NT.)
6) усваивать, переваривать(τροφέ κρατηθεῖσα Plut.)
7) держать в своей власти, владеть, занимать(κέρατα τοῦ ὄρους Xen.)
8) держать(χειρί τι Batr.; τινα Polyb.; τι ἐν τῇ δεξιᾷ NT.)
9) удерживать, задерживать(τι NT.)
10) управлять, владеть, сдерживать(ἡδονῶν καὴ ἐπιθυμιῶν Plat.)
κ. ἑαυτοῦ Luc. — владеть собой11) получать или иметь перевес, брать верх, одолевать, побеждать(ἱπποδρομίᾳ Pind.; τῇ μάχῃ Eur. и τέν μάχην Diod.; ἀγῶνα Dem.; τῶν ἐναντίων Arst.; τῶν πολεμίων Plut.)
ὅ κρατῶν Xen. — победитель;ὅ κρατούμενος Arst. — побежденный;οἱ Ἀθηναῖοι πολλῷ ἐκράτησαν Her. — афиняне одержали решительную победу;ἐκράτεε τῇ γνώμῃ Her. — его мнение одержало верх;τῆς διαβολῆς κρατήσειν μετὰ τοῦ ἀληθοῦς Lys. — опровергнуть клевету истиной;κρατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Plat. — предаваться наслаждениям;δόξαντες τῆς προθέσεως κεκρατηκέναι NT. — полагая, что их желание исполнилось12) добиться, настоять13) входить в силу, крепнуть, укореняться(νόμιμα τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν, sc. ἐν τῇ Ἱμέρᾳ Thuc.)
κρατεῖ φήμη Polyb. — распространяется слух14) быть правымὁ μέ πειθόμενος κρατεῖ Plat. — кто не поверит (неумелому оратору), будет прав
15) твердо держаться (чего-л.), следовать (чему-л.), соблюдать16) impers. быть лучшим -
8 παραστατικος
См. также в других словарях:
ἀληθοῦς — ἀληθής unconcealed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀληθοῦς — ἀληθοῦς , ἀληθής unconcealed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эстетика — составляет особую отрасль философии, занимающуюся красотой и искусством. Самый термин Э. происходит от греческого αίσθετικός, что значит чувственный, и в таком смысле встречается еще у самого основателя науки о прекрасном, Канта, в Критике… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
αληθολάτρης — ο (θηλ. ισσα) αυτός που αγαπά την αλήθεια, ο λάτρης της αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + λάτρης, ο λάτρης «τού αληθούς», τής αληθείας] … Dictionary of Greek
εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
μεσημβρία — I Αρχαία πόλη στη θρακική παραλία του Εύξεινου Πόντου. Πρόκειται για τη βορειότερη από τις ελληνικές αποικίες, χτισμένη σε φυσικά οχυρή χερσόνησο με ασφαλισμένο λιμάνι, το οποίο της προσέφερε τη δυνατότητα να αναπτύξει αξιόλογη ναυτική και… … Dictionary of Greek
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
μεταλλεία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 326 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οπουντίων. * * * η (Α μεταλλεία) [μεταλλεύω] η αναζήτηση μετάλλων στο έδαφος, μετάλλευση («ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek