-
1 Αργης
- ου ὅ Арг ( один из киклопов) Hes. -
2 αργης
I.(δημός, ἑανός Hom.; κεραυνός Hom., Arph., Arst.; μαλλός Aesch.; Κολωνός Soph.)
II.- οῦ, дор. ἀργᾶς -ᾶ ὅ арг (род змеи, тж. ирон. прозвище Демосфена) Aeschin., Plut.III.ῆσσα, ῆν стяж. к ἀργήεις -
3 αργας
-
4 αργειφοντης
- ου ὅ [Ἄργος + πεφνεῖν] убийца Аргуса, по друг. [ἀργής + φαίνω] светозарный ( эпитет Гермеса) Hom., HH., Hes., Luc. -
5 αργετις
ἡ (voc. ἀργέτι) Anth. = ἀργής -
6 αργηεις
-
7 αργηστης
-
8 εναργης
21) ясный, видимыйἐ. φαίνεσθαί τινι Hom. — открыто являться кому-л.;
ἐναργῆ τινα στῆσαί τινι Soph. — воочию представить кого-л. кому-л.2) ясный, отчетливый(ὄνειρον Hom., ὄναρ Aesch. и ὄψις ἐνυπνίου Her.; βάξις Aesch.; αἴσθησις Plat., Arst.)
3) ясный, очевидный, непреложный(τεκμήριον Plat.; συλλογισμός Arst.; παράδειγμα Dem.; μαρτύριον Polyb.)
4) явныйλῃστές ἐ. τινος Soph. — открыто посягающий на что-л.
5) видный, заметный, т.е. великолепный(βωμός Pind.)
6) яркий, лучезарный(βλεφάρων ἵμερος Soph.)
-
9 κεραυνος
ὅ громовой удар, гром (преимущ. одновременный со вспышкой молнии), тж. молния(πληγεὴς κεραυνῷ Hom.; καταιβάτης, πυρῶπός, πυρφόρος Aesch.; κ. τοῦ Διός, ἀργής, πτερόεις Arph.)
κεραυνοί Hes., Her., κεραυνοῦ βολαί Aesch., κεραυνῶν πτώματα Plat. или πτώσεις Arph. — удары грома или молнии;κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν Plut. — метать молнии языком -
10 οβριμοθυμος
См. также в других словарях:
αργής — ἀργής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός 2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ τού αργός (Ι) + επίθημα * ēt , με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό… … Dictionary of Greek
ἀργής — bright masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργῆς — Ἀργᾶς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργῆς — ἀργέω to be unemployed pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀργός 1 shining fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱ργῆς , ἀργός 2 not working the ground fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργῇς — Ἀργᾶς masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργῇς — ἀργέω to be unemployed pres subj act 2nd sg ἀργός 1 shining fem dat pl (epic) ἀ̱ργῇς , ἀργός 2 not working the ground fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργης — Ἄργη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄργης — ἄ̱ργης , ἀργέω to be unemployed imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀργέω to be unemployed imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργησταί — ἀργής bright masc nom/voc pl ἀργηστής glancing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργηστήν — ἀργής bright masc acc sg (attic epic ionic) ἀργηστής glancing masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργηστής — ἀργής bright masc nom sg ἀργηστής glancing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)