-
1 εναργης
21) ясный, видимыйἐ. φαίνεσθαί τινι Hom. — открыто являться кому-л.;
ἐναργῆ τινα στῆσαί τινι Soph. — воочию представить кого-л. кому-л.2) ясный, отчетливый(ὄνειρον Hom., ὄναρ Aesch. и ὄψις ἐνυπνίου Her.; βάξις Aesch.; αἴσθησις Plat., Arst.)
3) ясный, очевидный, непреложный(τεκμήριον Plat.; συλλογισμός Arst.; παράδειγμα Dem.; μαρτύριον Polyb.)
4) явныйλῃστές ἐ. τινος Soph. — открыто посягающий на что-л.
5) видный, заметный, т.е. великолепный(βωμός Pind.)
6) яркий, лучезарный(βλεφάρων ἵμερος Soph.)
-
2 εναργής
ης, ες1) чёткий, ясный, отчётливый; 2) явный, несомненный; 3) яркий (об описании, стиле) -
3 χαλεπος
31) трудный, затруднительный, тяжелый(ἄεθλος Hom.; ἔργον Arph.; πόνοι Plat.; πορεία Xen.)
ῥῆμα χαλεπόν Plat. — труднообъяснимое слово;ὁδὸς χαλεπή Plat. — труднопроходимая дорога;λιμέν χαλεπός Hom. — малодоступный порт;χ. προσπολεμεῖν Thuc. — с которым трудно сражаться2) тяжелый, тяжкий, мучительный, жестокий(ἄλγος, γῆρας Hom.; συμφορά Eur.; βίος, νόσος Xen.; καιροί NT.)
3) опасный, страшный(θύελλα, ἄνεμοι Hom.)
χ. φαίνεσθαι ἐναργής Hom. — он страшен на вид, когда появится4) суровый, грозный, строгий(βασιλεύς Hom.; νόμοι Dem.; κριταί, τιμωρία Plat.)
ὀργέν χ. Her. — крутого нрава5) свирепый, злобный, злой(κύνες Xen.; θηρία Plat.; μέλισσαι Arst.)
χαλεπῇ τῇ χειρί Arph. — грубой рукой, силой - см. тж. χαλεπόν
См. также в других словарях:
ἐναργής — visible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναργής — ές (AM ἐναργής, ές) 1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.) 2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.) αρχ. 1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι… … Dictionary of Greek
εναργής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ορατός, ολοφάνερος, καταφανής. 2. μτφ., που διαγράφεται με σαφήνεια, σαφής, τελείως νοητός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναργῆ — ἐναργής visible neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐναργής visible masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐναργής visible masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργέστερον — ἐναργής visible adverbial comp ἐναργής visible masc acc comp sg ἐναργής visible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργεστάτων — ἐναργής visible fem gen superl pl ἐναργής visible masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργεστέραις — ἐναργής visible fem dat comp pl ἐναργεστέρᾱͅς , ἐναργής visible fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργεστέρω — ἐναργής visible masc/neut nom/voc/acc comp dual ἐναργής visible masc/neut gen comp sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργεστέρων — ἐναργής visible fem gen comp pl ἐναργής visible masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργεστέρως — ἐναργής visible masc acc comp pl (doric) ἐναργής visible comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργεῖ — ἐναργής visible masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐναργής visible masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)