Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνέχυρον

См. также в других словарях:

  • ἐνέχυρον — pledge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεχύροις — ἐνέχυρον pledge neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεχύρου — ἐνέχυρον pledge neut gen sg ἐνεχυρόω pledge pres imperat act 2nd sg ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεχύρων — ἐνέχυρον pledge neut gen pl ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεχύρῳ — ἐνέχυρον pledge neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέχυρα — ἐνέχυρον pledge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… …   Dictionary of Greek

  • ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυράζω — ἐνεχυράζω (Α) [ενέχυρον] 1. παίρνω ως ενέχυρο («μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.) 2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.) 3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» μού παίρνουν… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυρώ — ἐνεχυρῶ, όω (Α) [ενέχυρον] βάζω σε ενέχυρο (βλ. ενεχυράζω και ενεχυριάζω) …   Dictionary of Greek

  • ενεχύριος — ἐνεχύριος, ον και ενεχυριμαῑος, α, ον (Α) [ενέχυρον] 1. αυτός που δίδεται ή λαμβάνεται ως ενέχυρο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνεχύριον ή τὸ ἐνεχυριμαῑον το ενέχυρο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»