-
1 άλλαγμα
-
2 ἄλλαγμα
-
3 ἄλλαγμα
-
4 αλλαγμα
-
5 ἄλλαγμα
ἄλλαγμα, das Eingetauschte, Preis für etwas -
6 άλλαγμα
-
7 ἄλλαγμα
-ατος τό N 2 3-2-2-3-2=12 Lv 27,10.33; Dt 23,19(18); 2 Sm 24,24; 1 Kgs 10,28that which is changed Lv 27,10; that which is given in exchange, ransom Is 43,3; reward, price Dt 23,19ἐλάμβανον ἐν ἀλλάγματι they received (them) at a price 1 Kgs 10,28 Cf. CAIRD 1968b=1972 114 -
8 ἄλλαγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλλαγμα
-
9 άλλαγμα
(çocuğun) altını değiştirmek -
10 παρ-άλλαγμα
παρ-άλλαγμα, τό, Abwechselung, Plut. Num. 16 u. a. Sp.; Unterschied, Abstand, Sp.
-
11 συν-άλλαγμα
συν-άλλαγμα, τό, Vertauschung, Verkehr, Handel, Vertrag; ἴδια συναλλάγματα, Dem. 24, 213. 33, 12; ἡ περὶ τὰ συναλλάγματα πραγματεία, Processe, Arist. rhet. 1, 1; eth. 5, 2.
-
12 κατ-άλλαγμα
κατ-άλλαγμα, τό, = Vor., Sp.
-
13 δι-άλλαγμα
δι-άλλαγμα, τό, 1) das Vertauschte, der Tausch, Eur. Hel. 592. – 2) der Unterschied, Dion. Hal. 7, 64.
-
14 ἀντι-κατ-άλλαγμα
ἀντι-κατ-άλλαγμα, τό, das Eingetauschte, Ios.
-
15 ἀντ-άλλαγμα
ἀντ-άλλαγμα, τό, das Um-, Eingetauschte, ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆϑος ἀντ. γενναίου φίλου Eur. Or. 1157; im N. T. Lösegeld.
-
16 ἐν-άλλαγμα
ἐν-άλλαγμα, τό, das Umgetauschte, Preis der Waare, LXX.
-
17 ἐξ-άλλαγμα
ἐξ-άλλαγμα, τό, Veränderung, Belustigung; B. A. 96 aus Anaxandr.; Parthen. 24, 1.
-
18 ὑπ-άλλαγμα
ὑπ-άλλαγμα, τό, das verwechselte, vertauschte Ding, übh. was zum Austausch dient; so νόμισμα, ὑπάλλαγμα τῆς χρείας, Geld, das Tauschmittel des gegenseitigen Bedarfs, Arist. eth. Nic. 5, 8. – Nach Phryn. 306 wurde es schlecht auch für ἐνέχυρον gebraucht.
-
19 ανταλλαγμα
-
20 διαλλαγμα
См. также в других словарях:
ἄλλαγμα — that which is given neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλαγμα — το, ατος 1. αλλαγή, ανταλλαγή: Πάνω στο άλλαγμα που τάχα έκαναν άρπαξαν τα πράγματα που λείπουν. 2. αντικατάσταση των λερωμένων εσώρουχων με καθαρά: Η φανέλα σου θέλει άλλαγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλλαγμα — το (Ν και άλλαμα) (Α ἄλλαγμα) [ἀλλάσσω] η αλλαγή, η μετατροπή νεοελλ. 1. (για τον καιρό ή τη σελήνη) μεταβολή, τροπή 2. (για νομίσματα) αντικατάσταση ενός με άλλα μικρότερα αλλά στο σύνολό τους ίσης αξίας 3. (για τα νερά ποταμού) αλλαγή κοίτης 4 … Dictionary of Greek
ἀλλαγμάτων — ἄλλαγμα that which is given neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλάγμασι — ἄλλαγμα that which is given neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλάγμασιν — ἄλλαγμα that which is given neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλάγματα — ἄλλαγμα that which is given neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλάγματι — ἄλλαγμα that which is given neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλάγματος — ἄλλαγμα that which is given neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλαμα — το [άλλαγμα] το άλλαγμα* … Dictionary of Greek
пременение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἄλλαγμα) все полученное в замену, выменянное;… … Словарь церковнославянского языка