Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπ-άλλαγμα

См. также в других словарях:

  • ἄλλαγμα — that which is given neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλαγμα — το, ατος 1. αλλαγή, ανταλλαγή: Πάνω στο άλλαγμα που τάχα έκαναν άρπαξαν τα πράγματα που λείπουν. 2. αντικατάσταση των λερωμένων εσώρουχων με καθαρά: Η φανέλα σου θέλει άλλαγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλλαγμα — το (Ν και άλλαμα) (Α ἄλλαγμα) [ἀλλάσσω] η αλλαγή, η μετατροπή νεοελλ. 1. (για τον καιρό ή τη σελήνη) μεταβολή, τροπή 2. (για νομίσματα) αντικατάσταση ενός με άλλα μικρότερα αλλά στο σύνολό τους ίσης αξίας 3. (για τα νερά ποταμού) αλλαγή κοίτης 4 …   Dictionary of Greek

  • ἀλλαγμάτων — ἄλλαγμα that which is given neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλάγμασι — ἄλλαγμα that which is given neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλάγμασιν — ἄλλαγμα that which is given neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλάγματα — ἄλλαγμα that which is given neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλάγματι — ἄλλαγμα that which is given neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλάγματος — ἄλλαγμα that which is given neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλαμα — το [άλλαγμα] το άλλαγμα* …   Dictionary of Greek

  • пременение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἄλλαγμα) все полученное в замену, выменянное;… …   Словарь церковнославянского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»