-
1 ἐνέχυρον
-
2 παρα-κατα-θήκη
παρα-κατα-θήκη, ἡ, das bei Einem Niedergelegte, bes. das ihm anvertraute Geld, δόμα μετὰ πίστεως, Plat. defin. 415 d, u. ἐνέχυρον in VLL. erklärt; übh. das Anvertrau'te; λαμβάνειν, δέξασϑαι, Her. 2, 156. 6, 86; ἔχειν, Thuc. 2, 72; χρυσίου δεξάμενος, Plat. Rep. IV, 442 e; oft bei Rednern, Lys. 8, 17. 32, 5; Isocr. 1, 22; Din. 1, 9; εὔορκος, Dem. 25, 11; οἱ τὴν τῶν νόμων ἔχοντες παρακαταϑήκην, Aesch. 1, 187; Arist. eth. 5, 8 u. oft; δοϑείσης ἐν παρακαταϑήκῃ τῆς Λαοδίκης, Pol. 5, 74, 5. – Auch = παρακαταβολή, Lob. Phryn. 313.
-
3 ἀπο-δείκνυμι
ἀπο-δείκνυμι (s. δείκνυμι), 1) vorzeigen, aufweisen, λόγον, die Rechnung, Her. 7, 119; μαρτύρια 5, 45; παῖδας πολλούς 1, 136; vgl. Plat. Legg. VI, 783 d; Sp., z. B. νεὼς ἀποδέδεικται, ist fertig erbaut, Luc. Tox. 5; ἐνέχυρον, χρήματα, um sie zu übergeben, Her. 2, 136. 8, 36; vgl. B. A. 419, wo es παρέδωκα erklärt ist; Xen. An. 5, 8, 7; τέμενός τινι, βωμόν, weihen, Her. 5, 89. 7, 178; ϑέατρον, einweihen, Plut. Luc. 29. – 2) mit doppeltem acc., als etwas vorzeigen, wozu machen, ὑγιέα μιν ἐόντα ἀπέδεξε Her. 3, 130; τὸ μαντήϊον ψευδόμενον 2, 133; τινὰ μοχϑηρόν Ar. Ran. 1011; ἀγριώτερα Plat. Gorg. 516 b; παῖδας βελτίους Xen. Cyr. 1, 2, 5; μαϑητὰς μιμητάς Mem. 1, 6, 3; τὰ ἐπιτήδεια ἔχοντας τοὺς στρατιώτας Cyr. 1, 6, 18; ἐλπίδας κενάς Pol. 6. 58, vereiteln; ζηλωτὸν τὸν πατέρα Luc. Somn. 8; Κλεομένεα στρατηγὸν τῆς στρατιῆς ἀποδέξαντες Her. 5, 64; öfter βασιλέα, μυριάρχας u. ä.; pass., Δαρεῖος βασιλεὺς ἀπεδέδεκτο 3, 88; öfter bei Xen. u. Folgdn, wo eigtl. der Begriff, den Erwählten, Ernannten öffentlich als solchen vorstellen, zum Grunde liegt; νόμους, öffentlich bekannt machen, Hell. 2, 3, 8. – 3) erklären, beweisen, mit Gründen klar machen, mit folgdm ὡς Plat. Rep. V, 472 d; öfter ὅτι; auch partic., τοὺς ῥήτορας νοῦν ἔχοντας Gorg. 466 e; vgl. 454 a; Xen. Mem. 3, 6, 8; pass., τοῦτο ὀρϑῶς ἀπεδείχϑη Plat. Prot. 359 d; vgl. ἀλκιμωτάτους αὐτοὺς ἀπεδείκνυε, τεκμήρια παρεχόμενος Xen. Hell. 7, 1, 12; τινὰ ξένον, beweisen, daß einer ein Ausländer ist, Ar.; vgl. Eur. Ion. 879. – 4) Med., γνώμην, seine Ansicht auseinander setzen, Her. 4, 97 u. öfter; Thuc. 1, 87; Lys. 12, 7; auch allein, Xen. An, 5, 2, 9; ἔργα, ein Werk vollbringen, Her. 2, 36 u. öfter; Plat. Alc. I, 119 e; χώματα, στρατηΐην, Her. 1, 184. 2, 111 u. ä.; ἀρετὰς μεγάλας Pind. N. 6, 49; στάσιν Aesch. Prom. 1089; Sp.
-
4 ὑπ-άλλαγμα
ὑπ-άλλαγμα, τό, das verwechselte, vertauschte Ding, übh. was zum Austausch dient; so νόμισμα, ὑπάλλαγμα τῆς χρείας, Geld, das Tauschmittel des gegenseitigen Bedarfs, Arist. eth. Nic. 5, 8. – Nach Phryn. 306 wurde es schlecht auch für ἐνέχυρον gebraucht.
См. также в других словарях:
ἐνέχυρον — pledge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχύροις — ἐνέχυρον pledge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχύρου — ἐνέχυρον pledge neut gen sg ἐνεχυρόω pledge pres imperat act 2nd sg ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχύρων — ἐνέχυρον pledge neut gen pl ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχύρῳ — ἐνέχυρον pledge neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέχυρα — ἐνέχυρον pledge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… … Dictionary of Greek
ενεχυράζω — ἐνεχυράζω (Α) [ενέχυρον] 1. παίρνω ως ενέχυρο («μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.) 2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.) 3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» μού παίρνουν… … Dictionary of Greek
ενεχυρώ — ἐνεχυρῶ, όω (Α) [ενέχυρον] βάζω σε ενέχυρο (βλ. ενεχυράζω και ενεχυριάζω) … Dictionary of Greek
ενεχύριος — ἐνεχύριος, ον και ενεχυριμαῑος, α, ον (Α) [ενέχυρον] 1. αυτός που δίδεται ή λαμβάνεται ως ενέχυρο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνεχύριον ή τὸ ἐνεχυριμαῑον το ενέχυρο … Dictionary of Greek