-
1 ἐμπόδιος
ἐμ-πόδιος, im Wege stehend, hinderlich; ζήτησις ἐμπόδιος γίγνεται τοῦ μὴ καλῶς ἀσκεῖν, wird der Übung hinderlich; τὸ ἐμπόδιον, das Hindernis -
2 ἐμ-πόδιος
ἐμ-πόδιος, im Wege stehend, hinderlich; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; Ar. Lys. 531; μαντηΐου ἐμποδίου γενομένου Her. 2, 158; ζήτησις ἐμπόδιος γίγνεται τοῦ μὴ καλῶς ἀσκεῖν, wird der Uebung hinderlich, Plat. Legg. VIII, 832 a; τινί, Soph. 231 a u. öfter, wie Folgde; ὡς μὴ ἐμπόδιον εἶναι τὸ ψήφισμα τῆς εἰρήνης Thuc. 1, 139; mit folgdm inf., 1, 31; πρός τι, Pol. 4, 81, 4; τὸ ἐμπόδιον, das Hinderniß, Plat. u. A.
См. также в других словарях:
ἐμπόδιος — at one s feet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόδιον — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem acc sg ἐμπόδιος at one s feet neut nom/voc/acc sg ἐμποδέω as if fettered imperf ind act 3rd pl (doric) ἐμποδέω as if fettered imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίοις — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem/neut dat pl ἐμποδέω as if fettered pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίου — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίους — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίων — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem/neut gen pl ἐμποδέω as if fettered pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόδια — ἐμπόδιος at one s feet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόδιοι — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
блазньба — БЛАЗНЬБ|А (1*), Ы с. То же, что блазнъ1 во 2 знач.: и блазнъ ны бы(с) в (г)радѣ семь. хотѩщимъ ити аки блазнъ бываше. да оуже не вѣмъ что есть блазньба. вси бо корабленици поплоуша. а мы сде есмы. (ἐμπόδιος) СбТр к. XIV, 167 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έμποδος — ο(ς), ο(ν) (AM ἔμποδος, ον, Μ και ἔμποδος, ο[ς], ο[ν]) αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος* μσν. νεοελλ. (και τα τρία γένη ως ουσ.) ο έμποδος, η έμποδο(ς), το έμποδο(ν) εμπόδιο, δυσκολία, πρόσκομμα, κώλυμα (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς… … Dictionary of Greek
εμπόδιο — και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, ον) μσν. νεοελλ. 1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια») 2. «δέσιμο», κατάδεσμος* («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν… … Dictionary of Greek