Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐμπορία

См. также в других словарях:

  • ἐμπορία — ἐμπορίᾱ , ἐμπορία commerce fem nom/voc/acc dual ἐμπορίᾱ , ἐμπορία commerce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπόρια — trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίᾳ — ἐμπορίαι , ἐμπορία commerce fem nom/voc pl ἐμπορίᾱͅ , ἐμπορία commerce fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπορία — η (Α εμπορία και ιων. τ. έμπορίη) 1. εμπόριο (ιδίως μέσω τής θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες 2. η άσκηση τού εμπορικού επαγγέλματος, η τέχνη ή η εργασία τού εμπόρου αρχ. 1. εντολή, παραγγελία εμπορική 2. εμπόρευμα, πραμάτεια 3. στον πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • εμπορία — η 1. το εμπόριο. 2. το επάγγελμα και η τέχνη του εμπόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπορίας — ἐμπορίᾱς , ἐμπορία commerce fem acc pl ἐμπορίᾱς , ἐμπορία commerce fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμπόρι' — ἐμπόρια , ἐμπόρια trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόρια , ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόριε , ἐμπόριος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμπόρια — ἐμπόρια , ἐμπόρια trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόρια , ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίαι — ἐμπορία commerce fem nom/voc pl ἐμπορίᾱͅ , ἐμπορία commerce fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίαν — ἐμπορίᾱν , ἐμπορία commerce fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»