Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἁλιμήδης

См. также в других словарях:

  • αλιμήδης — ἁλιμήδης (Α) αυτός που έχει σκοτούρες από τη θάλασσα («ἁλιμήδης ἐμπορία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μήδης < μῆδος «σκέψη, σχέδιο, τέχνασμα»] …   Dictionary of Greek

  • Ἁλιμήδης — Ἁλιμήδη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»