Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πανδοκεία

См. также в других словарях:

  • πανδοκεία — πανδοκείᾱ , πανδόκεια hostess fem nom/voc/acc dual πανδοκείᾱ , πανδοκεία trade of an innkeeper fem nom/voc/acc dual πανδοκείᾱ , πανδοκεία trade of an innkeeper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδόκεια — hostess fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδοκεία — ἡ, Α [πανδοκεύς] το έργο τού πανδοκέως, τού ξενοδόχου …   Dictionary of Greek

  • πανδόκεια — και πανδόκια, ή, Α [πανδοκεύς] η ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου, η ξενοδόχος …   Dictionary of Greek

  • πανδοκεῖα — πανδοκεῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδοκείαν — πανδοκείᾱν , πανδοκεία trade of an innkeeper fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρώσιμος — ναυκληρώσιμος, ον (Α) 1. (για ακίνητα) μισθώσιμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. ώσιμος κατά το μισθώσιμος] …   Dictionary of Greek

  • πανδόκευσις — ἡ, Α [πανδοκεύω] το έργο τού ξενοδόχου, η πανδοκεία* …   Dictionary of Greek

  • πανδόκια — ή, Α βλ. πανδόκεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»