-
1 μωρία
μωρίᾱ, μωρίαfolly: fem nom /voc /acc dualμωρίᾱ, μωρίαfolly: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————μωρίαι, μωρίαfolly: fem nom /voc plμωρίᾱͅ, μωρίαfolly: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 μωρία
μωρία, ἡ, die Thorheit, Dummheit; Aesch. Ag. 1655; τἄπη μωρίας πολλῆς πλέα, Soph. Ai. 732; ἄνδρα μωρίας πλέων, 1129; μωρίαν ὀφλισκάνω, Ant. 466 (s. das verb.); Eur. oft; μωρίη πολλὴ λέγειν τοῦτο, Her. 1, 146; ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα, Thuc. 5, 41; πολλὴ μωρία, Plat. Prot. 317 a; καὶ ἀλογία, Epinom. 983 e; bei den Folgdn überall.
-
3 μωρια
ион. μωρίη ἥ глупость, нелепость, безумие(μ. καὴ ἀλογία Plat.)
ἐδόκει μ. εἶναι ταῦτα Thuc. — (все) это показалось нелепым -
4 μωρία
μωρία, ἡ, die Torheit, Dummheit -
5 μωρία
μωρία, ας, ἡ (μωρός; Soph., Hdt. et al.; PBrem 61, 28 [II A.D.]; PCairMasp 4, 6 Byz.; Sir 20:31; 41:15; Philo; Jos., Ant. 17, 209; Iren. 1, 16, 3 [Harv. I, 162, 2]) foolishness gener. of worldly wisdom (Orig., C. Cels. 7, 47, 9) μ. παρὰ τῷ θεῷ ἐστιν 1 Cor 3:19. Conversely, to all those who are lost 1:18 and esp. to the gentiles vs. 23, the Christian preaching of a Savior who died a slave’s death on the cross was μ. (cp. Theoph. Ant. 2, 1 [p. 94, 7]). It has pleased God to save the believers διὰ τ. μωρίας τοῦ κηρύγματος vs. 21. The ψυχικὸς ἄνθρ. rejects the things of the spirit as μ., 2:14. The Judean temple cult is evaluated as μ. (opp. θεοσέβεια) Dg 3:3.—WCaspari, Über d. bibl. Begriff der Torheit: NKZ 39, 1928, 668–95.—DELG s.v. 1 μωρός. TW. Spicq. -
6 μωρίᾳ
Βλ. λ. μωρία -
7 μωρία
{сущ., 5}глупость, безумие, юродство (бессмысленный, безумный, глупый поступок).Ссылки: 1Кор. 1:18, 21, 23; 2:14; 3:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μωρία
-
8 μωρία
{сущ., 5}глупость, безумие, юродство (бессмысленный, безумный, глупый поступок).Ссылки: 1Кор. 1:18, 21, 23; 2:14; 3:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μωρία
-
9 μωρία
A folly, Hdt.1.146;μωρίας πλέως S.Aj. 1150
, cf. 745; μωρίην ἐπιφέρειν τισί to impute folly to them, Hdt.1.131; μωρίαν ὀφλισκάνειν to be charged with it, S. Ant. 470;ἐδόκει μ. εἶναι ταῦτα Th.5.41
; μωρίᾳ φιλονικεῖν foolishly, Id.4.64; τῆς μ. what folly! Ar.Nu. 818, Ec. 787;εἰς τοῦτ' ἀφῖχθε μωρίας D.9.54
;πολλὴ μ. τοῦ διανοήματος Pl.Lg. 818d
; of illicit love, E.Hipp. 644, Ion 545. -
10 μωρία
η глупость, нелепость -
11 μωρία
глупость, безумие, юродство (бессмысленный, безумный, глупый поступок).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μωρία
-
12 μωρία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μωρία
-
13 μωρία
-
14 μωρία
-
15 μωρία
[мориа] ουσ θ нелепость, ребячество. -
16 σινα-μωρία
σινα-μωρία, ἡ, Naschhaftigkeit, übh. Lüsternheit, Geilheit; mit ὕβρις u. τῷ παμφάγον εἶναι verbunden, Arist. Eth. 7, 7; bei Themist. or. 23 auch = Verschwendung.
-
17 μωρίας
μωρίᾱς, μωρίαfolly: fem acc plμωρίᾱς, μωρίαfolly: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 μωρίαι
μωρίαfolly: fem nom /voc plμωρίᾱͅ, μωρίαfolly: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 μωρίαν
μωρίᾱν, μωρίαfolly: fem acc sg (attic doric aeolic) -
20 μωρίαις
μωρίαfolly: fem dat pl
См. также в других словарях:
μωρία — μωρίᾱ , μωρία folly fem nom/voc/acc dual μωρίᾱ , μωρία folly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίᾳ — μωρίαι , μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρία — η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [μωρός] η ιδιότητα τού μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη νεοελλ. ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία τού πάσχοντος (νεοελλ. μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη,… … Dictionary of Greek
μωρία — η 1. ανοησία, χαζομάρα: Κάνει συνεχώς μωρίες. 2. (ιατρ.), διανοητική εξασθένηση: Τον παρακολουθεί γιατρός γιατί πάσχει από μωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μωρίας — μωρίᾱς , μωρία folly fem acc pl μωρίᾱς , μωρία folly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίαι — μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίαν — μωρίᾱν , μωρία folly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωριῶν — μωρία folly fem gen pl μωρίζω to be foolish fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίαις — μωρία folly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίη — μωρία folly fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίην — μωρία folly fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)