-
1 αγλαόκαρπος
-
2 ἀγλαόκαρπος
-
3 αγλαοκαρπος
-
4 ἀγλαόκαρπος
ἀγλᾰόκαρπος, -ονa with splendid fruit ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας fr. 106. 6.b with beautiful wrists [ ἀγλαόκαρπον Νηρέος θύγατρα (v.l. ἀγλαόκολπον, -καρνον, -κρανον.) N. 3.56] ἁ δὲ τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6. -
5 ἀγλαόκαρπος
A bearing beautiful or goodly fruit, of fruit-trees,ῥοιαί Od.7.115
, 11.589; ; εἰρήνη Epigr. ap. SIG274 (Delph., iv B. C.): of Demeter and the Nymphs, givers of the fruits of the earth, h.Cer.4,23.II ( καρπός B) with fair wrists, of Thetis, Pi.N.3.56 (v.l. ἀγλαόκολπος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγλαόκαρπος
-
6 ἀγλαόκαρπος
ἀγλαό-καρπος: with shining fruit; of orchard trees, Od. 7.115.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγλαόκαρπος
-
7 ἀγλαόκαρπος
ἀγλαό-καρπος, mit schönen Früchten, fruchtprangend -
8 αγλαόκαρπον
ἀγλαόκαρποςbearing beautiful: masc /fem acc sgἀγλαόκαρποςbearing beautiful: neut nom /voc /acc sg -
9 ἀγλαόκαρπον
ἀγλαόκαρποςbearing beautiful: masc /fem acc sgἀγλαόκαρποςbearing beautiful: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀγλαό-κρᾱνος
ἀγλαό-κρᾱνος Θέτις, mit schönen Quellen, schrieb Böckh Pind. N. 3, 54 ed. I, für ἀγλαόκαρπος.
-
11 αγλαοκολπος
-
12 αγλαοκρανος
-
13 αγλαοκάρποις
-
14 ἀγλαοκάρποις
-
15 αγλαοκάρπου
-
16 ἀγλαοκάρπου
-
17 αγλαοκάρπους
-
18 ἀγλαοκάρπους
-
19 αγλαόκαρπα
-
20 ἀγλαόκαρπα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγλαόκαρπος — ἀγλαόκαρπος, ον (Α) 1. (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς 2. (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών 3. ως επίθ. τής Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγλαός + καρπός] … Dictionary of Greek
ἀγλαόκαρπος — bearing beautiful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόκαρπον — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem acc sg ἀγλαόκαρπος bearing beautiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαοκάρποις — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαοκάρπου — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαοκάρπους — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόκαρπα — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόκαρπε — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόκαρποι — ἀγλαόκαρπος bearing beautiful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek