-
1 πυραλλίδες
πυραλλίςbird: fem nom /voc pl -
2 πυῤῥαλίς
πυῤῥαλίς, ίδος, ἡ, ein röthlicher Vogel, wahrscheinlich eine wilde Taubenart; Arist. H. A. 9, 1; Ath. IX, 394 d; auch πυραλίς u. πυραλλίς geschrieben; – ἐλαῖαι πυῤῥαλίδες od. πυραλλίδες, röthliche od. goldgelbe Oliven, Sp.
-
3 πυραλίς
II ἐλαῖαι πυραλλίδες, a red kind of olive, Phylotim. ap. Orib.2.69.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυραλίς
-
4 πυῤῥαλίς
πυῤῥαλίς, ίδος, ἡ, ein rötlicher Vogel, wahrscheinlich eine wilde Taubenart; ἐλαῖαι πυῤῥαλίδες od. πυραλλίδες, rötliche od. goldgelbe Oliven
См. также в других словарях:
πυραλλίδες — πυραλλίς bird fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραλλίς — και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, ίδος, ἡ, Α 1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού 2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά 3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την… … Dictionary of Greek