-
81 ὑπολείπω
A leave remaining,ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od.16.50
;ὑ. λόγον αὐτοῖς, ὡς.. οἷοί τ' ἔσονται Th. 8.2
(cf. infr. 111);πολεμίους τινὰς ὑ. Id.6.17
;τὸν πόλεμον τοῖς παισί Id.1.81
; οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ὑ. τινί leave him no possibility of exceeding, Isoc.6.105 (f.l. for κατα-); τοῖς ἔγγιστα τιμωρεῖσθαι ὑ. Antipho 4.4.11
.2 of things, fail one,ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά Lys.27.1
( ἐπι- Reiske, Hude), cf. Arr.Ind.26.9 ( ἐπι- Ellendt);ὑ. τινὰ ὁ λόγος Gorg.17
;ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh. 1374a33
; [τὰ ὕδατα] ὑ. τινάς Id.Pol. 1330b7
.3 intr., fail, fall short,θεοὶ.. ὑπέλιπον οὐ πώποκα Epich.170.1
;ὅταν ὑπολίπωσιν αἱ βάλανοι Arist.HA 615b22
; ὑ. τὸ μέλι ib. 626b6; , cf. PA 650a36 (c. dat.); had ceased,Hp.
Epid.5.10, etc.: also, fail in what is expected of one, come short, Lys.31.4 ( ὑπολίπωμαι codd.).II [voice] Pass., c. [tense] fut. [voice] Med., to be left remaining, ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο he was left behind.., Od.7.230, cf. Hdt.1.105, 2.15,86;ἐγὼ δ' ὑπολείψομαι αὐτοῦ Od.17.276
, 282, etc.;ὑπολειφθείς Hdt.5.61
, 8.67, X.HG4.1.39, cf. Isoc.4.70.2 of things,πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον Il.23.615
;ἐμοὶ δ' ἅπαξ ἀποφυγόντι ὁ αὐτὸς κίνδυνος ὑπολείπεται Antipho 5.16
; μὴ ὑπολείπεσθαι [τοὺς νόμους], εἴ ποτε .. so that they do not remain in force, in case that.., Th.3.84; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ .. Pl.Phdr. 231b;μηκέτι ὑπολείπεσθαι αὐτοῖς περὶ μηθενὸς ἔνκλημα μηθέν SIG712.29
(Crete, ii B. C.).3 c. gen., ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου stay behind the expedition, i. e. not to go upon it, Hdt.1.165, cf. A.Ag.73 (anap.).4 to be left behind in a race, Ar.Ra. 1092; lag behind,κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι -όμενον Pl. Smp. 174d
; of stragglers in an army, X.An.1.2.25, etc.; ὑ. μικρὸν τοῦ στόματος fall behind the front rank, ib.5.4.22 (s. v.l.); of fixed stars, lie to the East of a point in the celestial sphere, Hipparch.3.5.6, al.; of the apparent motion of planets, Arist.Mete. 343a24, al., cf. Epicur. Ep.2p.53 U, Gem.12.22, Ptol.Alm.12.1, Theo Sm.p.147 H.5 metaph., to be inferior,ταῖς ἡλικίαις τῶν πατέρων Arist.Pol. 1334b39
, cf. 1254b35.6 abs., fail, come to an end,ὁπόταν.. νὺξ ὑπολειφθῇ S.El.91
(anap.), cf. Arist.Mete. 356b5, al.III [voice] Med., leave behind one,τὰ πρόβατα Hdt.4.121
;μηδεμίαν τῶν νεῶν Id.6.7
; ὑ. τούτων ὡς χιλίους leaving about 1000 of them unburied, Id.8.24; ὑπολείπεσθαι αἰτίαν, ὡς .. to leave cause for reproach against oneself, in thinking that.., Th.1.140 (v. sub init.);πόνους Isoc.9.45
.2 retain, [τοῦ ὕδατος] περὶ ἑωυτόν Hdt.2.25
;δόρυ ἓν ὧν ἔσχον Arr.Tact.4.6
, cf. 39.1; reserve,ἑαυτῷ ἑκατὸν ἅρματα LXX 2 Ki.8.4
;σαυτῷ ταύτην τὴν ὄλυραν PHib.1.50.4
(iii B. C.);τὸν ὑπάρχοντα χόρτον τοῖς προβάτοις PCair.Zen.645.6
(iii B. C.); ὑπολιποῦ τόπον leave a space, ib.327.83 (iii B. C.): but in D.18.219 the [voice] Act. ὑπέλειπε.. ἑαυτῷ.. ἀναφοράν ( left himself a means of escape) is the best reading.3 deduct from a payment, IG7.3073.50,56 (Lebad., ii B. C.):—[voice] Pass., ib.58;ὑπολειπέσθω τῆς τιμῆς τὸ ὀφειλόμενον Philol.83.204
(Euboea, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολείπω
-
82 ὑποτέμνω
A cut away under or underneath,ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός Il.5.74
;ταμὼν ὕπο πυθμέν' ἐλαίης Od.23.204
;ὑ. τὰς ἀγκύρας Plu.Ant.32
:—[voice] Pass., ὑποτέτμηται τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων [name] D.ap.Aeschin.3.166; τὰς ῥίζας ὑποτετμημένος having them cut away below, Luc.Tim.8; ὑποτμηθεὶς τὴν ἰγνύαν hamstrung, Id.Tox.60.II cut off, intercept,ὑ. πηγάς Pl.Lg. 844a
;ὑ. τὴν ἐλπίδα X.HG2.3.34
;[τὰς ῥίζας] Diog.Oen.29
:—more freq. in [voice] Med., ὑποταμέσθαι τὸ ἀπὸ τῶν νεῶν (sc. αὐτοῖς) Hdt.5.86; ὑποτεμοῦμαι τὰς ὁδούς σου I will cut off your way, stop you short, Ar.Eq. 291, cf. Arist.Mete. 356a27;ὑ. τὸν πλοῦν X.HG1.6.15
; ὑποτέμνεσθαί τινας intercept them, Id.Cyr.1.4.19, cf. HG7.1.29;τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑ. Aeschin.3.67
; τὰς ὁρμάς, τὴν ἐπίνοιαν, Plb.18.38.1, 36.3.1, etc.; forestall,τὴν ἀκόντισιν αὐτῶν.. δρόμῳ.. προσπεσόντες ὑπετέμοντο D.C.38.49
; prevent, guard against, ὑποτέμνεσθαι τὸν φόβον (the risk of gangrene, by excision) Paul.Aeg. 6.107;ὑ. τὴν διάγνωσιν
prevents,Id.
3.78; in [tense] pf. [voice] Med.,ὑποτετμημένος πάσας αὐτῶν τὰς ὠφελείας Plb.5.107.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτέμνω
-
83 Seasoned
adj.Of wood: P. and V. ξηρός.Our navy was at first in fine condition both as regards the seasoned nature of the ships and the health of the crews: P. τὸ ναυτικὸν ἡμῶν τὸ μὲν πρῶτον ἤκμαζε καὶ τῶν νεῶν τῇ ξηρότητι καὶ τῶν πληρωμάτων τῇ σωτηρίᾳ (Thuc. 7, 12).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seasoned
-
84 πρυμνήσιος
πρυμνήσιος, zum Schiffshintertheile gehörig; bes. τὰ πρυμνήσια, sc. δεσμά od. σχοινία, die Taue, mit denen das Schiff vom Hintertheile aus am Lande befestigt wurde; ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι' ἔδησαν, Il. 1, 436 Od. 15, 498; πρυμνήσι' ἔλυσαν, 2, 418; im Ggstz von πρυμνήσι' ἀνάψαι, 9, 137; πρυμνησίων ξυνεμβόλοις, Aesch. Ag. 957; ἀνημμένοι κάλως πρυμνησίοισιν, Eur. Herc. F. 479; τὰ πρ. τῶν νεῶν ἀποκόπτειν, Plut. Lucull. 12. Uebtr. sagt Mel. 44 (XII, 159) ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνήσι' ἀνῆπται.
-
85 προ-τρέπω
προ-τρέπω, vorwärts wenden, hinwenden, hinkehren; τίς σ' ἀνάγκῃ τῇδε προτρέπει; wer bringt dich in diesen Zwang? Soph. El. 1184, vgl. ὃς πάντας ἐς πέδον κάρα νεῠσαι φόβῳ προὔτρεψεν, Ant. 270. – Gew. im med. sich vorwärts-, hinwenden, hingehen, προτρέπ οντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν, Il. 5, 700, ὅτ' ἂν (ἠέλιος) ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ' οὐρανόϑεν προτράπηται, Od. 11, 18. 12, 381, u. übtr., ἔϑελον δ' ἄχεϊ προτραπέσϑαι, Il. 6, 336, sich zur Trauer hinwenden, sich der Trauer überlassen; auch wie das act., προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε, Aesch. Prom. 992; u. Soph., σὺ γάρ μ' ἄκοντα προὐτρέψω λέγειν, du fordertest mich auf, vermochtest mich zu sprechen, O. R. 358; vgl. σοί γ' ἐπισκήπτω τε καὶ προτρέψομαι, 1446, wo es der Schol. durch αἰτήσομαι erklärt. – Jemanden wozu anregen, ermuntern, ihn aufmerksam od. neugierig auf Etwas machen, τινά τι, z. B. τὰ κατὰ τὸν Τέλλον προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον, Her. 1, 31; vgl. τὸν ταῠϑ' ἡμᾶς προτρέποντα, Plat. Crit. 408 e; εἰς φιλοσοφίαν, Euthyd. 274 e Prot. 348 c; τὸ μειράκιον ἐπὶ φιλοσοφίαν προτρέπω, Euthyd. 307 a, u. öfter; auch c. inf., ὁ καλῶς προτρέπων ἐρᾶν, Conv. 181 a, wie προτρέπειν τὰ δέοντα ποιεῖν ὑμᾶς, Dem. 2, 3; τοὺς δικαστὰς ὀργίζεσϑαι, Aeschin. 2, 3, u. med., προτρέψασϑε τὰ τῶν νέων ζηλώματα εἰς ἀρετήν, 1, 191; προτρέπονται αὐτοὺς ζῆν, Arist. eth. 10, 1, 4; πρὸς ἀρετῆς ἐπιτηδεύματα προτρέπεσϑαι τοὺς πολίτας, Plat. Legg. IV, 711 b; u. Sp., wie Pol. 2, 22, 2 u. öfter; προτραπεὶς ἔγνων, Luc. Icarom. 29.
-
86 παρ-εξ-ελαύνω
παρ-εξ-ελαύνω (s. ἐλαύνω), daneben heraustreiben, gew. intrans., so daß man ἵππους u. dgl. ergänzen kann, herausfahren, reiten, gegen den Feind ausziehen; ll. 23, 344 Od. 12, 55 hat Wolf getrennt geschrieben παρὲξ ἐλ.; – vorüberziehen, ὁ βασιλεὺς παρεξεληλάκει Her. 8, 126, u. Sp., παρὰ τὰς πρώρας τῶν νεῶν Plut. Alc. 35, ῥοϑίῳ τὴν ὄχϑην ἐπὶ νεώς Cat. min. 39, ἀλλήλοις Philop. 10.
-
87 περι-πίπτω
περι-πίπτω (s. πίπ τω), drum herum, drüber herfallen, ταινία περιέπεσε κεφαλῇ, Plut. Timol. 8; hineinfallen, hineingerathen in Etwas, so daß man rings umgeben und ohne Ausweg ist, bes. in Unglück, αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ, Eur. Hec. 498; u. so auch λουτροῖσιν ἀλόχου περιπεσὼν πανυστάτοις, Or. 367; κακοῖς, Ar. Ran. 967; περιπεσοῦμαι τῷ ξίφει, ich werde mich ins Schwert stürzen, Vesp. 523; vgl. Plut. Oth. 17; περιπίπτοντες ἀδίκοισι γνώμῃσι, δουλοσύνῃ, in einen ungerechten Richterspruch, in Sklaverei verfallen, gerathen und nicht wieder herauskönnen, Her. 1, 96. 6, 106; τοιαύτῃσι τύχῃσι, 6, 16, u. öfter; ἐπὶ συμφορήν, 7, 88 (v. l. ἐνέπεσε); μὴ σοὶ ἑωυτῷ περιπέσῃς, 1, 108, daß du dich nicht selbst ins Unglück stürzest; vgl. αὐτοὶ ἐν σφίσι περιπεσόντες ἐσφάλησαν, Thuc. 2, 65; τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ, 8, 27; συμφοραῖς, Plat. Legg. IX, 877 e; συμφορᾷ, Isocr. 4, 101; ζημίαις καὶ ὀνείδεσι, Is. 1, 39; τιμήματι, Aesch. 1, 174. 190; ὡς ἐγὼ τοῖς ἐμαυτοῠ λόγοις περιπίπτω, 2, 144; u. so bei Sp. gew. von etwas Bösem, χειμῶνι, Pol. 1, 37, 1, ἀτυχήμασι, 2, 56, 6, u. öfter; auch τραύματι, 2, 69, 2; πληγῇ, Plut. Timol. 4. Auch umgekehrt, ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν, Ar. Thesm. 523. – Zufällig zusammentreffen, auf Einen stoßen, ihm begegnen, τῇσι νηυσί, Her. 6, 41, vgl. 6, 105. 8, 94 (so entspricht μηδέποτε λευκῷ περιπεπ τωκέναι χρώματι dem πρώ τως ὁρᾶν τὸ λευκόν S. Emp. adv. log. 2, 209); auch von Schiffen, die unter einander gerathen und in der Verwirrung sich selbst beschädigen, τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ φευγούσῃσι περιέπιπτον, Her. 8, 89, wie auch 8, 16 ταρασσομένων τῶν νεῶν καὶ περιπιπτουσέων περὶ ἀλλήλας zu nehmen ist; Xen. An. 7, 3, 38; αὐτομάτως ποτὲ περιπεσόντες αὐτοῖς, Pol. 1, 58, 8; vgl. noch ὅρα μὴ περιπίπτῃς σεαυτῷ, daß du nicht mit dir selbst in Widerspruch geräthst, Luc. Mort. D. 26, 2.
-
88 πλάνησις
-
89 πέμψις
πέμψις, ἡ, das Schicken od. Senden, die Sendung; τοῠ κήρυκος, Her. 8, 54; Thuc. 7, 17 πέμψιν τῶν νεῶν ποιεῖσϑαι.
-
90 στέριφος
στέριφος, = στερεός, στεῤῥός, starr, steif, fest; ῃ πηλῶδες ἦν καὶ στεριφώτατον, Thuc. 6, 101; τὰς πρώρας τῶν νεῶν ξυντεμόντες ἐς ἔλασσον στεριφωτέρας ἐποίησαν, 7, 56; unfruchtbar, Ar. Th. 641, von einer Frau, wie Plat. Theaet. 149 b; Arist. H. A. 9, 4; vgl. Ruhnk. Tim. p. 239. – Beim Schiffe ist ἡ στέριφος = στεῖρα, Suid. v. ἐπωτίσιν.
-
91 συν-τέμνω
συν-τέμνω, ion. συντάμνω, Her. (s. τέμνω), zerschneiden, zerhauen, vertheilen; τινί, mit Einem, Plat. Soph. 227 d; zusammenschneiden, beschneiden, beschränken, verkürzen, τιμὰς σὺ μὴ σύντεμνε τὰς ἐμὰς λόγῳ Aesch. Eum. 218, u. συντἑμνει δ' ὅρος ὑγρᾶς ϑαλάσσης, die Meeresgränze schränkt mein Reich ein, Suppl. 255, τὴν μισϑοφοράν, Thuc. 8, 45; τὰς πρώρας τῶν νεῶν ξυντεμόντες εἰς ἔλασσον, 7, 36; εἰ ἐς εὐτέλειάν τι ξυντέτμηται, 8, 86; χιτῶνας, Xen. Cyr. 8, 2, 5; τὰς δαπάνας, Hier. 4, 9; auch = hindern, hemmen, συντέμνουσι γὰρ ϑεῶν ποδώκεις τοὺς κακόφρονας βλάβαι Soph. Ant. 1090, Schol. συντόμως κατακόπτουσι καὶ βλάπτουσι, od. = sie holen die Frevler auf dem kürzesten Wege ein, wie Her. 7, 123, συντάμνειν ἀπ' Ἀμπέλου ἄκρης ἐπὶ Καναστραίην ἄκρην, wo man ὁδόν ergänzt, den kürzesten Weg einschlagen, wie wir sagen »grade derüber schneiden«; ὡς δὴ συντέμνω, sc. τὸν λόγον, damit ich's kurz sage, Eur. Troad. 441, wie ἵνα συντέμω Dem. 24, 14; vollständig, πάντα ταῦτα συντεμὼν φράσω, Eur. Hec. 1180; συντέμνω πολλοὺς λόγους ἐν βραχεῖ, Ar. Thesm. 178; σύντεμνέ μοι τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυτέρας ποίει, Plat. Prot. 334 d; σύντεμνε, absolut, Mnesim. bei Ath. VIII, 359 c; ὡς συντέμνοντι εἰπεῖν, um es kurz zu sagen, auch συντεμόντι allein, Anaxilas bei Ath. XIII, 558 e (V. 31). – Her. sagt auch τοῦ χρόνου συν τάμνοντος, da die Zeit drängt, 5, 41.
-
92 σελαγέω
σελαγέω, 1) erhellen, erleuchten, bestrahlen. – Pass. σελαγεῖσϑαι, bestrahlt werden, dah. in hellem Glanze stehen, σελαγεῖτο ἀν' ἄστυ πῠρ ἐπιβώμιον, Eur. El. 714; ὄμμα γὰρ αἰϑέρος ἀκάματον σελαγεῖται μαρμαρέαις ἐν αὐγαῖς, Ar. Nubb. 286; σὺν πεύκαις, 594; auch in hellen Flammen stehen, Ach. 924, κεἴπερ λάβοιτο τῶν νεῶν τὸ πῠρ ἅπαξ, σελαγοῖντ' ἂν εὐϑύς. – 2) intr., leuchten, strahlen, schimmern, χαλκὸν σελαγεῠντα, Opp. Cyn. 1, 210.
-
93 ταρσός
ταρσός, ὁ, att. ταῤῥός (vgl. τέρσομαι), 1) eine Vorrichtung, bes. von Flechtwerk, Etwas darauf zu dörren od. zu trocknen, Darre, Horde; Od. 9, 213, eine Käsedarre; Her. 1, 179 sind ταρσοὶ καλάμων ein Rohrgeflecht, Backsteine darauf zu trocknen; vgl. Thuc. 2, 76; auch das Geflecht der in einander laufenden Wurzeln, Theophr. Bei Ar. Nubb. 227 = κρεμάϑρα, Schol. τὰ ἐξ οἰσύων πλέγματα, auch μετέωρον ἴκριον, ἐφ' ὃ ἀλεκτορίδες κοιμῶνται. – 2) jede breite Fläche; dah. – a) τ. ποδός, die untere Fläche des Fußes, die Fußsohle, der Theil zwischen Zehen u. Ferse; Il. 11, 377. 388; Her. 9, 37; oft bei sp. D.; auch für Fuß übh., σοβαροὶ ταρσοί, Rutin. 37 (V, 27); γαμψῶνυξ, des Adlers Krallen, Strat. 63 (XII, 221); vgl. M. Arg. 28 (IX, 87); ἄκροις ταρσοῖς δρόμον ἐκτανύω, Anacr. 35, 4. – b) ταρσοὶ κωπ έων, die untern flachen Enden der Ruder, die Ruderblätter, Her. 8, 12; gew. das gesammte Ruderwerk eines Schiffes, während κώπη das einzelne Ruder ist; ταρσῳ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον, Eur. I. T. 1346; Pol. 16, 3, 12; vgl. Böckh Att. Seew.; im plur. das Ruderwelk von mehrern Schiffen, τῶν νεῶν, Thuc. 7, 40; Pol. 1, 50, 3 u. öfter. – c) πτερύγων ταρσός, das Blatt, welches der zum Fluge autgebreitete Flügel bildet, auch der Flügel selbst; τὰ ταρσά, Anacr. 9, 3; Mel. 42 (XII, 144). – d) ὀδόντων, die Zahnreihe an der Säge, das Blatt der Säge; Opp. Hal. 5, 207, vgl. Cyn. 1, 409, im heterogenen plur. τὰ ταρσά, wie bei a. sp. D.
-
94 φλῑά
-
95 καθ-ελκύω
καθ-ελκύω (s. ἑλκύω), = Folgdm; im aor. act., καϑελκύσαντες τὰς ναῦς, Thuc. 2, 93; Xen. Hell. 1, 1, 3; καϑειλκύκει Dem. 5, 12; pass., τῶν νεῶν κατελκυσϑεισέων ἐς τὴν ϑάλασσαν, Her. 7, 100; perf., σκέλη (der Mauern) καϑείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen, Strab. VIII, 380.
-
96 ζήλωμα
-
97 ξηρότης
-
98 μουσικός
μουσικός, die Musen, Musenkünste betreffend, ἡ μουσική, die Musenkunst, bes. die Tonkunst, Musik; μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, Pind. Ol. 1, 15; μουσικῆς παιδεύματα, Soph. frg. 779; Eur. Suppl. 906; Gesang, Her. 6, 129; oft bei Plat., der auch sagt ὡς φιλοσοφίας οὔσης μεγίστης μουσικῆς, Phaed. 61 a; vgl. μουσικῇ καὶ πάσῃ φιλοσοφίᾳ προςχρώμενον, Tim. 88 c; μουσικῆς τὸ περὶ λόγους τε καὶ μύϑους, Rep. III, 398 b; Sp. übh. jede höhere künstlerische od. wissenschaftliche Bildung, vgl. Iac. Ach. Tat. p. 437; παρ' ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν, Eur. Hipp. 989; μουσικὸς ἀνήρ, der sich auf Musenkünste versteht, Tonkünstler u. Dichter, Ar. Equ. 191, wie Plat. Rep. I, 349 e u. öfter; ἀγών, Ar. Plut. 1163 (vgl. ϑέας μουσικὰς καὶ ϑυμελικὰς ἄγειν, Plut. Fab. 4), der auch ἀγῶνα κρῖναι τόνδε μουσικώτατα sagt, Ran. 872, auf eine sehr kunstverständige Weise; Plat. setzt den Lyriker Stesichorus, ἅτε μουσικὸς ὤν, dem Epiker Homer entgegen, Phaedr. 243 a. Ggstz von ἄμουσος, Soph. 253 b, von γραφικός, Crat. 424 a; καὶ ποιητικοὶ ἄνδρες, Legg. VII, 802 b; er vrbdt auch ἡ τῶν νέων ἀκολάκευτος οὐσία πάντων μουσικωτάτη τε καὶ ἀρίστη, die harmonischste, angemessenste, V, 729 a, vgl. ὀρϑῶς ἅμα καὶ μουσικῶς ὠνόμασεν, VII, 816 c; καὶ σωφρόνως ἐρᾶν, Rep. III, 403 a; ἅλας δοὺς μουσικῶς, Euphro Ath. I, 7 e; auch ὄρνεα μουσικά, Luc. V. H. 2, 5; μουσικὰ βρώματα, Dioxip. Ath. III, 100 e.
-
99 μηνο-ειδής
μηνο-ειδής, ές, halbmondartig, -förmig; διώρυχα βαϑέην ὀρύσσειν ἄγοντα μηνοειδέα, Her. 1, 75; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, 8, 16, wo man τάγμα ergänzen kann, sie stellten die Schiffe halbmondförmig auf; ὁ ἥλιος γενόμενος μηνοειδής, bei der Sonnenfinsterniß, Thuc. 2, 28; vgl. Xen. Hell. 4, 3, 10 u. Plut. sept. sap. conv. 14, wo σελήνη πανσέληνος, μ., ἀμφίκυρτος die verschiedenen Mondviertel bezeichnen; τοῦ χωρίου μηνοειδοῠς ὄντος, Thuc. 7, 34; μηνοειδὲς ποιῶν τὸ κύρτωμα, von dem Heere, Pol. 3, 113, 8; σχῆμα, 115, 7; a. Sp.; βέλη, ὧν αἱ ἀκαὶ ἦσαν μηνοειδεῖς, Hdn. 1, 15, 11. – Adv., Philostr. v. Ap. 3, 11.
-
100 θρασύς
θρασύς, εῖα, ύ, fem. ϑρασέα Philem. in B. A. 99, 24, kühn, tapfer; bei Hom. Beiwort mehrerer Helden, wie Hektor, Il. 8, 89; ϑρασὺς πόλεμος 6, 254. 10, 28 Od. 4, 146; ϑρασειάων ἀπὸ χειρῶν Il. 17, 662, öfter; σϑένος, καρδία, Pind. N. 5, 39 P. 10, 44; ἔργα N. 10, 3; κύνες I. 1, 13; ἐλπίς Thuc. 7, 77; ἐν τῷ ἔργῳ ϑρ. Her. 7, 49; Aesch. Ἄρη ἐμφύλιόν τε καὶ πρὸς ἀλλήλους ϑρασύν, Eum. 825, öfter; im tadelnden Sinne, wie öfter bei den Folgdn, frech, φϑογγῇ δ' ἑπέσϑω πρῶτα μὲν τὸ μὴ ϑρασύ Suppl. 194; ἄνδρα γλώσσῃ ϑρασύν Soph. Ai. 1121; ἔν τινι 1294; κακοὺς ὄντας πρὸς αἰχμήν, ἐν δὲ τοῖς λόγοις ϑρασεῖς Phil. 1291, öfter, vgl. El. 511. 1438; Phil. 106 οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προςμῖξαι ϑρασύ, gefahrlos, sicher; μάταιος, ἀνομίᾳ ϑρασύς Eur. I. T. 275; Ar. Equ. 181 πονηρὸς εἶ καὶ ϑρασύς; Plat. vrbdí οἱ ϑρασεῖς καὶ οἱ μαινόμενοι, Prot. 360 b, u. ϑρ. καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταί, Legg. I, 630 b; vgl. noch Lach. 197 b, wo es neben ἀνδρεῖος steht; noch mehr tadelnd, neben φϑορεὺς τῶν νέων, D. L. 4, 40; Arist. eth. 2, 7 erkl. ὁ ἐν τῷ ϑαῤῥεῖν ὑπερβεβηκώς. Vgl. übrigens ϑράσος. – Adv., ϑρασέως Ar. Vesp. 1031, ϑρασύτερον Thuc. 8, 103, ϑρασύτατα D. Sic. 17, 44.
См. также в других словарях:
Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία … Dictionary of Greek
Χριστιανική Αδελφότης Νέων — (XAN). Διεθνής οργάνωση που αποβλέπει στην ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων, με βάση τις αρχές του Ευαγγελίου. Η δράση της καθορίζεται από καταστατικό που εγκρίθηκε το 1885 στο Παρίσι. Η XAN ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1844 από τον Γ. Ουίλιαμς, με σκοπό … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek