-
1 καθείλκυσται
καθέλκωdraw to the sea: perf ind mp 3rd sg -
2 καθ-ελκύω
καθ-ελκύω (s. ἑλκύω), = Folgdm; im aor. act., καϑελκύσαντες τὰς ναῦς, Thuc. 2, 93; Xen. Hell. 1, 1, 3; καϑειλκύκει Dem. 5, 12; pass., τῶν νεῶν κατελκυσϑεισέων ἐς τὴν ϑάλασσαν, Her. 7, 100; perf., σκέλη (der Mauern) καϑείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen, Strab. VIII, 380.
-
3 καθέλκω
A ,καθελκύσω Luc.DDeor.21.1
: [tense] aor. part.καθελκύσαντες Th.6.34
: [tense] pf.καθείλκῠκα D.5.12
:—[voice] Pass., [tense] aor. and [tense] pf. (v. infr.):1 of ships, draw to the sea, launch, E.Hel. 1531, Ar.Ach. 544, Eq. 1315, Isoc.4.118;καθεῖλκον ναῦς ἐς τὸν Πειραιᾶ Th.2.94
: abs., Phld.Mus.p.15 K.,al.:—[voice] Pass.,τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς θάλασσαν Hdt.7.100
; .2 draw down, depress the scale, Ar.Ra. 1398: metaph., outweigh,καθέλκει δρῦν πολὺ τὴν μακρὴν ὄμπνια Θεσμοφόρος Call.Aet. Oxy.2079.9
; [ ἡ τροφὴ]τοῖς λοιποῖς.. ἰσοσθενεῖ καὶ κ. τὰ πάντα Gal. 19.190
.3 in building, carry down, τὰ σκέλη καθείλκυσται the long walls have been carried down to the sea, Str.8.6.22.II metaph., drag down,τὸ Χεῖρον.. καθελκυσθὲν συνεφελκύσασθαι τὸ μέσον Plot.2.9.2
, cf. Luc.Apol.11.2 constrain. compel, BGU648.12 (ii A.D.), POxy.899.25 (iii A.D.);τινὰ εἰς φιλανθρωπίαν Lib.Or.15.29
([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθέλκω
-
4 καθελκύω
καθ-ελκύω, perf., σκέλη (der Mauern) καϑείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen
См. также в других словарях:
καθείλκυσται — καθέλκω draw to the sea perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέλκω — (AM καθέλκω) 1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω 2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.) αρχ. 1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους τής ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν… … Dictionary of Greek