-
121 διαφθορα
ἥ1) разрушение, разорение(τῆς πόλεως Thuc.)
2) повреждение, обезображивание, порча(τῆς μορφῆς Aesch.)
3) уничтожение, истреблениеΛαΐου διαφθοραί Soph. — убийство Лаия;4) развращение, совращение(τῶν νέων Xen.)
5) подкуп(διαφθοραὴ κριτῶν Arst.)
6) порочность7) тело, бросаемое на съедениеὕβρισμα καὴ διαφθοράν τινι Eur. — на посмеяние и на растерзание кому-л. -
122 εγγονον
-
123 εκνικαω
1) побеждать, одерживать верх(ὅ χρυσὸς ἐκνικᾷ τάδε Eur.)
Ῥωμαίων ἐκνικησάντων Polyb. — в случае победы римлян;ἐξενίκησε Κλεοπάτρα διὰ τῶν νεῶν κριθῆναι τὸν πόλεμον Plut. — Клеопатра настояла на том, чтобы решить исход войны с помощью флота2) получать преобладание, входить во всеобщее употребление(ἅπασι Thuc.)
τὰ ἐπὴ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Thuc. — перешедшее в область преданий, т.е. ставшее баснословным;ἐκνενίκηκεν ὅ ἰχθὺς μάλιστα ὄψον καλεῖσθαι Plut. — рыба стала именоваться кушаньем по преимуществу -
124 ελκυω...
ἑλκύω...ἕλκω, ἑλκύω(impf. εἷλκον - эп. ἕλκον, fut. ἕλξω, aor. εἷλξα - поэт. ἕλξα, преимущ. εἵλκῠσα; pass.: fut. ἑλχθήσομαι, aor. εἵλχθην)1) тянуть, тащить, волочить(Ἕκτορα περὴ σῆμα, sc. Πατρόκλου Hom. и περὴ τείχη Eur.; τινά τινος Hom., Arph., Luc.; δίκτυον ἐς βόλον Theocr. - ср. 3)
ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον Hom. — он придвинул свой стул поближе к огню;πόδας ἑ. Theocr. — влачиться, плестись;βίοτον или ζωὰν ἑ. Eur. — влачить жизнь;ὅ μὲν ἔσω ἕλκει τὸ πλῆκτρον, ὅ δὲ ἔξω ὠθέει Her. — один тянет рулевое весло на себя, другой толкает его от себя;ἄνω κάτω τοὺς λόγους ἑ. Plat. — рассуждать и так и этак (и вкривь и вкось)2) тянуть, везти(ἡμίονοι ἕλκον ἀπήνην Hom.)
τῶν νεῶν τινας ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — привязав некоторые из кораблей к своим, они потянули их на буксире3) вытаскивать, извлекать(ὀϊστὸν ἐκ ζωστῆρος, med. ξίφος ἐκ κολεοῖο Hom.; ἔγχος ἐπί τινι Eur.; sc. δίκτυον Arst. - ср. 1)
ἑ. τὰς πλίνθους Her. — выделывать из глины кирпичи4) стаскивать(νῆα εἰς ἅλα Hom.; ἑλκόμενος ἀπὸ τοῦ βήματος Xen.)
5) извлекать, получать6) натягивать, ставить(ἱστία Hom.; ἱστόν τε καὴ ἱστίον HH.)
τάλαντα ἕλκε μέσσα λαβών Hom. — он взял весы и поднял их7) натягивать, напрягать(νευρήν Hom.; τόξον Her., Xen.)
ἑ. ἑαυτόν Plat. — напрягаться, прилагать усилия8) волочить по земле или за собой(τὸ ἱμάτιον Arst.; πέδας Her.)
9) разрывать, растерзывать(ὀνύχεσσι παρειάν Eur.; ὑπ΄ ὄρνιθος ἢ κυνὸς ἑλκυσθῆναι Her.)
10) втягивать, вдыхать(ἀέρα, πνεῦμα Arst.)
11) втягивать, тянуть, пить(μέθυ Eur.)
12) вбирать (в себя), всасывать, поглощать(αἱ ῥίζαι ἕλκουσι τροφήν Arst.; ὅ ἥλιος ἕλκει τὸ ὕδωρ Her. и τὸ ὑγρόν Arst.)
13) сосать(Ἰοκάστης μαστόν Eur.)
14) притаскивать (в суд), силой приводить(τινὰ κλητεύσοντα Arph.)
15) утаскивать, похищать(ἕλξειν καὴ ὑβριεῖν τινα Dem.)
16) притягивать, привлекать(ὥστε Μαγνῆτις λίθος Eur.; ἐχθροὺς ἐφ΄ ἑαυτόν Dem.)
17) втягивать, вовлекать(τινὰ ἐφ΄ ἡδονάς, τὰς πολιτείας εἰς τυραννίδας Plat.)
ἕλκεσθαι πρὸς φιλοσοφίαν Plat. — быть увлеченным философией18) совращать(τέν παιοίσκην Lys.)
19) тянуть (на весах), весить(τρίτον ἡμιτάλαντον Her.; τὰ πλεῖον ἕλκοντα βαρύτερα νομίζεται Plat.)
ἑ. μεῖζον βάρος Arst. — весить больше20) med. вырывать у себя(χαίτας ἐκ κεφαλῆς Hom.)
21) тянуть (с чем-л.), затягивать(ἥ εὐωχία ἑλκυσθεῖσα Polyb.; τὸν χρόνον Plut.)
λέγεται τέν σύστασιν ἐπὴ τοσοῦτο ἑλκύσαι Her. — настолько, говорят, затянулось сражение22) (для выигрыша времени) беспрестанно придумывать(πάσας προφάσεις Her.; πᾶν πρᾶγμα καὴ κατηγορίαν Polyb.)
23) плясать(κόρδακα Arph.)
-
125 ελκω
ἕλκω, ἑλκύω(impf. εἷλκον - эп. ἕλκον, fut. ἕλξω, aor. εἷλξα - поэт. ἕλξα, преимущ. εἵλκῠσα; pass.: fut. ἑλχθήσομαι, aor. εἵλχθην)1) тянуть, тащить, волочить(Ἕκτορα περὴ σῆμα, sc. Πατρόκλου Hom. и περὴ τείχη Eur.; τινά τινος Hom., Arph., Luc.; δίκτυον ἐς βόλον Theocr. - ср. 3)
ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον Hom. — он придвинул свой стул поближе к огню;πόδας ἑ. Theocr. — влачиться, плестись;βίοτον или ζωὰν ἑ. Eur. — влачить жизнь;ὅ μὲν ἔσω ἕλκει τὸ πλῆκτρον, ὅ δὲ ἔξω ὠθέει Her. — один тянет рулевое весло на себя, другой толкает его от себя;ἄνω κάτω τοὺς λόγους ἑ. Plat. — рассуждать и так и этак (и вкривь и вкось)2) тянуть, везти(ἡμίονοι ἕλκον ἀπήνην Hom.)
τῶν νεῶν τινας ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — привязав некоторые из кораблей к своим, они потянули их на буксире3) вытаскивать, извлекать(ὀϊστὸν ἐκ ζωστῆρος, med. ξίφος ἐκ κολεοῖο Hom.; ἔγχος ἐπί τινι Eur.; sc. δίκτυον Arst. - ср. 1)
ἑ. τὰς πλίνθους Her. — выделывать из глины кирпичи4) стаскивать(νῆα εἰς ἅλα Hom.; ἑλκόμενος ἀπὸ τοῦ βήματος Xen.)
5) извлекать, получать6) натягивать, ставить(ἱστία Hom.; ἱστόν τε καὴ ἱστίον HH.)
τάλαντα ἕλκε μέσσα λαβών Hom. — он взял весы и поднял их7) натягивать, напрягать(νευρήν Hom.; τόξον Her., Xen.)
ἑ. ἑαυτόν Plat. — напрягаться, прилагать усилия8) волочить по земле или за собой(τὸ ἱμάτιον Arst.; πέδας Her.)
9) разрывать, растерзывать(ὀνύχεσσι παρειάν Eur.; ὑπ΄ ὄρνιθος ἢ κυνὸς ἑλκυσθῆναι Her.)
10) втягивать, вдыхать(ἀέρα, πνεῦμα Arst.)
11) втягивать, тянуть, пить(μέθυ Eur.)
12) вбирать (в себя), всасывать, поглощать(αἱ ῥίζαι ἕλκουσι τροφήν Arst.; ὅ ἥλιος ἕλκει τὸ ὕδωρ Her. и τὸ ὑγρόν Arst.)
13) сосать(Ἰοκάστης μαστόν Eur.)
14) притаскивать (в суд), силой приводить(τινὰ κλητεύσοντα Arph.)
15) утаскивать, похищать(ἕλξειν καὴ ὑβριεῖν τινα Dem.)
16) притягивать, привлекать(ὥστε Μαγνῆτις λίθος Eur.; ἐχθροὺς ἐφ΄ ἑαυτόν Dem.)
17) втягивать, вовлекать(τινὰ ἐφ΄ ἡδονάς, τὰς πολιτείας εἰς τυραννίδας Plat.)
ἕλκεσθαι πρὸς φιλοσοφίαν Plat. — быть увлеченным философией18) совращать(τέν παιοίσκην Lys.)
19) тянуть (на весах), весить(τρίτον ἡμιτάλαντον Her.; τὰ πλεῖον ἕλκοντα βαρύτερα νομίζεται Plat.)
ἑ. μεῖζον βάρος Arst. — весить больше20) med. вырывать у себя(χαίτας ἐκ κεφαλῆς Hom.)
21) тянуть (с чем-л.), затягивать(ἥ εὐωχία ἑλκυσθεῖσα Polyb.; τὸν χρόνον Plut.)
λέγεται τέν σύστασιν ἐπὴ τοσοῦτο ἑλκύσαι Her. — настолько, говорят, затянулось сражение22) (для выигрыша времени) беспрестанно придумывать(πάσας προφάσεις Her.; πᾶν πρᾶγμα καὴ κατηγορίαν Polyb.)
23) плясать(κόρδακα Arph.)
-
126 επιπλεω
ион. ἐπιπλώω (fut. ἐπιπλεύσομαι, эп. 2 л. sing. aor. 2 ἐπέπλως, part. aor. ἐπιπλώς и ἐπιπλώσας)1) (по чему-л., на чем-л., вдоль чего-л. или по направлению к чему-л.) плытьἐ. πόντον или ἁλμυρὸν ὕδωρ Hom. — плыть по морю;
ἐ. νήσῳ τινι Thuc., Plut.; — отплыть на какой-л. остров;ἐ. ἐπὴ τῶν νεῶν Her. — плыть на кораблях2) (тж. νηυσὴ ἐ. Her.) совершать морской поход, нападать с моря(τινι Her., Plut.; ἐπί τινα Xen.; μεγάλῳ στόλῳ Plut.)
3) (вслед за чем-л.) отплывать(ἐπὴ παντὴ τῷ στόλῳ Polyb.)
4) (по чему-л.) плавать, держаться на поверхности(ἐπὴ τοῦ ὕδατος Her., Arst. или ἐπὴ τῷ ὕδατι Arst.; ἐπὴ τῆς θαλάττης Arst.)
-
127 επιφαινω
1) выставлять напоказ, показывать, обнаруживать(τι Polyb., Luc.)
; pass. показываться, (по)являтьсяἐπεκράτουν, μέχρι οὗ ἐπεφάνησαν αἱ πλείους τῶν νεῶν Thuc. — (афиняне) одолевали, как вдруг (досл. пока не) появилась большая часть (спартанских) кораблей;
τὸ ἐπιφαινόμενόν τινι ἐν τῷ ὕπνῳ Her. — видение, явившееся кому-л. во сне2) (sc. ἑαυτόν) (по)являться, показываться(ἔν τινι Plut.)
ἡμέρας ἐπιφαινούσης (и ἐπιφαινομένης) Polyb. — с наступлением дня -
128 ερυμα
- ατος τό1) защита, охрана, прикрытие(χροός Hom., Hes.; ναυσίν Thuc.; σωμάτων Xen.; τόπων Plut.; τείχη καὴ ἄλλα ἐρύματα Arst.)
τὸ ἔ. τοῦ τείχεος Her. — защитная стена;ἔ. τῶν νεῶν Her. — защита для судов;Τρώων ἔ. Soph. — стены Трои;ἔ. λίθοις καὴ ξύλοις ὀρθοῦν Thuc. — возвести укрепления из камней и бревен;ἔ. ἔχειν τι Xen. — быть защищенным чем-л.2) перен. защита, охрана, оплот(χώρας Aesch. - об ареопаге; δώμασι Eur.)
ἔ. πολεμίας, χερός Eur. — защита от вражеской руки
См. также в других словарях:
Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία … Dictionary of Greek
Χριστιανική Αδελφότης Νέων — (XAN). Διεθνής οργάνωση που αποβλέπει στην ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων, με βάση τις αρχές του Ευαγγελίου. Η δράση της καθορίζεται από καταστατικό που εγκρίθηκε το 1885 στο Παρίσι. Η XAN ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1844 από τον Γ. Ουίλιαμς, με σκοπό … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek