Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐκτησάμην

См. также в других словарях:

  • ἐκτησάμην — κτάομαι procure for oneself aor ind mid 1st sg κτέομαι procure for oneself aor ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'κτησάμην — ἐκτησάμην , κτάομαι procure for oneself aor ind mid 1st sg ἐκτησάμην , κτέομαι procure for oneself aor ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Minuscule 569 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 569 Portrait of Matth …   Wikipedia

  • SETHOSIS — Iosepho contra Apion. qui Sesostris Herodoto l. 2. c. 101. et Sesoosis Diodoro, Thebanorum Rex LV. patri Amenophi III. ultimo eorum temporum, quae Sacerdotibus Aegyptiis ingloria ferebantur, apud Diodorum Sic. l. 1. successit. Hactenus enim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευεργετώ — έω (ΑΜ εὐεργετῶ) [ευεργέτης] 1. κάνω κάποια καλή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον («εὐεργετῶν γὰρ καὐτὸς αὔτ ἐκτησάμην», Σοφ.) 2. προσφέρω με έργα υπηρεσία σε ομάδα ανθρώπων («ευεργέτησε την πατρίδα») νεοελλ. παρέχω χρηματική βοήθεια μσν. χαρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • περιβόλαιος — ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»