-
41 рука
рук||аж1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά. -
42 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
43 душа
душ||а́ж1. ἡ ψυχή:добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου! -
44 вид
вид 1-а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•жалкий вид άθλια μορφή•
наружный вид εξωτερική εμφάνιση•
гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•
жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.
|| (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•больной вид ασθενική όψη•
строгий вид αυστηρό ύφος•
важный вид σοβαρό ύφος•
радостный вид χαρούμενη όψη.
|| κατάσταση•в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•
в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.
2. προοπτική, άποψη, θέα•комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•
вид на город η άποψη της πόλης.
|| τοπίο•альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.
3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•в -у, на -у εν όψει•
в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•
на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•
испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•
у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•
ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•
при -е опасности εν όψει του κινδύνου•
потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).
4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•-ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•
-ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.
5. παλ. η ταυτότητα.εκφρ.вид на жительство – είδος ταυτότητας•в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•под -ом – με την πρόφαση•видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•в -у – λόγω, ένεκα•он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.вид 2-а α.είδος• τύπος•разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.
|| (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•
отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.
(γλωσ.)•μορφή•глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•
глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).
-
45 λαμβάνω
A , al. (Milet., iv/iii B. C.), 5597.11 (Ephesus, iii B. C.), corrupted to λάμψομαι in Mss. of Hdt.1.199; [dialect] Dor.[tense] fut.[ per.] 2sg.λαψῇ Epich.34.2
, Theoc.1.4,10, inf.λαμψεῖσθαι PSI9.1091.19
; Hellenisticλήμψομαι PPar.14.47
(ii B. C.), CIG4224c (add.) ([place name] Telmessus), 4244 ([place name] Tlos), al.: [tense] aor. 2 ἔλᾰβον, [dialect] Ep.ἔλλᾰβον Il.24.170
, etc.; [dialect] Ion. Iterat. , Hdt.4.78, 130; imper.λαβέ Il.1.407
, etc.; written λάβε in [voice] Med. Ms. of A.Eu. 130, but λαβέ [dialect] Att.acc. to Hdn. Gr.1.431: [tense] pf. , Ar.Ra. 591 (lyr.), etc. (dub.in Archil. 143); [dialect] Ion., [dialect] Dor., Arc.λελάβηκα Hdt.4.79
, IG42(1).121.68 (Epid., iv B. C.), 5(2).6.14 (Tegea, iv B. C.), also Eup.426; inf.λελαβήκειν IG 42(1).121.59
(Epid.), PSI9.1091.7: [tense] plpf.εἰλήφειν Th.2.88
, [dialect] Ion.[ per.] 3sg. λελαβήκεε v.l. in Hdt.3.42 ( κατα-); [dialect] Dor. [tense] pf. subj. [ per.] 3sg. ([etym.] παρ-) ([place name] Crete):—[voice] Med., [tense] aor. 2 ἐλαβόμην, [dialect] Ep. ἐλλ-, Od. 5.325, etc.; [dialect] Ep. redupl.λελαβέσθαι 4.388
:—[voice] Pass., [tense] fut.ληφθήσομαι S.Ph.68
, Th.6.91,κατα-λελήψομαι Aristid.Or.54p.677D.
: [tense] aor. , etc.; [dialect] Ion. (Milet., v B. C.), ( κατ-) GDI5532.7 ([place name] Zeleia),ἐλάμφθην Hdt.2.89
, 6.92, 7.239 (- λάφθ- by erasure in cod. B); Hellenisticἐλήμφθην IG14.1320
, Ev.Marc. 16.19 (ἀν-); [dialect] Dor.ἐλάφθην Archim.Aren.1.13
: [tense] pf.εἴλημμαι D.24.49
, Ar.Pl. 455; but in Trag.usu. λέλημμαι, A.Ag. 876, E. Ion 1113, IA 363 (troch.), Cyc. 433, cf. Ar.Ec. 1090 ( δια-); so later προ-λέληπτε (sic) Supp.Epigr.2.769 ([place name] Dura); [dialect] Ion. λέλαμμαι ( ἀπο-) Hdt.9.51, ( δια-) 3.117; inf.ἀνα-λελάφθαι Hp.Off.11
(acc. to many codd., Hsch.and Erot., - λελάμφθαι vulg.); [dialect] Ion.[ per.] 3pl.λελήφαται An.Ox.1.268
; [dialect] Dor. [tense] pf.imper.λελάφθω Archim. Con.Sph.3
, al.:—in the [tense] fut., [tense] aor. [voice] Pass., and [tense] pf. [voice] Pass. the a is short by nature in [dialect] Ion., prob. long in [dialect] Dor. and in Doricized Hellenistic forms such asλαμψοῦνται Test.Epict.5.14
,λάμψεσθαι IG5(1).1390.67
(Andania, i B. C.); it is marked long in [dialect] Aeol.λᾱμψεται Alc.Supp.5.9
:—of these tenses Hom. uses only [tense] aor. [voice] Act., and [tense] aor.[voice] Med. twice (v. supr.); the Homeric [tense] pres. is λάζομαι. —The word has two main senses, one (more active) take; the other (more passive) receive:I take,1 take hold of, grasp, seize,μάστιγα καὶ ἡνία Od.6.81
: freq. with χειρί or χερσί added,χειρὶ χεῖρα λαβόντες Il.21.286
;χερμάδιον λάβε χειρί 5.302
;χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν Od.9.487
;ἐν χείρεσσι λάβ' ἡνία Il.8.116
;ἐν χεροῖν λ. S.OT 913
;διὰ χερῶν λαβών Id.Ant. 916
; ;ἐν ἀγκάλαις A.Supp. 481
, etc.; of an eagle,λ. ἄγραν ποσίν Pi.N.3.81
: c.acc. of the thing seized,λ. γούνατα Il.24.465
; but also c. acc. of whole, gen. of part seized, τὴν πτέρυγος λάβεν caught her by the wing, 2.316; ;γούνων λαβὼν κούρην Od. 6.142
;λ. τινὰ τῆς ζώνης X.An.1.6.10
, etc.: sts. c. gen. only, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσί they took hold of one another with their arms, Il.23.711:—freq. in [voice] Med., v. infr. B.b take by violence, carry off as prize or booty, Il.5.273, 8.191, Hdt.4.130, S.Ph.68 ([voice] Pass.), 1431, etc.; capture a city, Plb.1.24.11, 3.61.8;ἐκ πόλιος.. ἀλόχους καὶ κτήματα Od.9.41
; of lions,λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσιν Il.11.114
;ἵνα δαῖτα λάβῃσιν 24.43
; of an eagle, 17.678; of a dolphin, 21.24.c λ. δίκην take, exact punishment, Lys.1.29,34, Isoc.4.181; , etc. (rarely for δοῦναι δίκην, v.infr.11.1 e);λ. τιμωρίαν D.18.280
.2 of passions, feelings, etc., seize,μένος ἔλλαβε θυμόν Il.23.468
;Ἀτρεΐωνα.. χόλος λάβεν 1.387
; ;τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 24.170
, al.;δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Od.4.704
;τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε Th.2.92
;ἄχος X.Cyr. 5.5.6
; ; ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε when the occasion came to them, i.e. occurred, Th.2.34, D.C.44.19; of fevers and sudden illnesses, attack, Hp.Morb.1.19, Th.2.49, Ar.Ec. 417, etc. (cf. λάζομαι, λῆψις):—[voice] Pass., λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ [νόσου], S.Tr. 446, Hdt.1.138;ἔρωτι X.Cyr.6.1.31
, etc. (reversely of the person, λ. θυμόν, etc., v. infr.11.3).b of a deity, seize, possess, τινα Hdt.4.79:—[voice] Pass.,τῇ Ῥέᾳ λαμβάνονται Luc.Nigr.37
.c of darkness, etc., occupy, possess, .3 catch, overtake, as an enemy, Il.5.159, 11.106, 126, etc.;λ. τινὰ στείχοντα θύραζε Od.9.418
;ζῶντες ἐλάμφθησαν Hdt.9.119
; simply, find, come upon, S.OT 1031, E. Ion 1339.4 catch, find out, detect, Hdt.2.89 ([voice] Pass.); ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι; A.Pr. 196;τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. S.OT 266
: freq. c. part., κἂν λάβῃς ἐψευσμένον ib. 461;κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar.V. 759
;λ. τινὰ ψευδόμενον Pl.R. 389d
;τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες D.21.97
: with Adj.,ὅπως μὴ λήψομαί σε προπετῆ Men.Epit. 570
:—[voice] Pass.,δρῶσ' ἐλήφθης S.Tr. 808
; ; ;ἐλήφθη μοιχός Lys.13.66
: in good sense, .5 λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι bind him by.., Hdt.3.74;ἀραῖον λαβεῖν τινα S.OT 276
codd.6 c. dupl. acc., take as, λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ' Id.Ph. 1007; ξυμπαραστάτην λ. τινά ib. 675;τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Isoc.5.86
.7 τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα taking, keeping Ida to your left (nisi leg. λαβών, ἐς ..) Hdt.7.42;ἐν δεξιᾷ λ. τὴν Σικελίαν Th.7.1
; λ. τὸ στρατόπεδον κατὰ νώτου take in rear, i.e. be behind, Hdt.1.75; cf.ἀπείργω 11.2
, ἔχω (A) A.1.7.8 λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα assume it, Id.4.78, cf. 2.37;λ. ζυγόν Pi.P.2.93
.9 apprehend by the senses,ὄμμασιν θέαν S. Ph. 537
, cf. 656; πρόσφθεγμά τινος ib. 234;ὁρᾶται, ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Pl.R. 524d
.b apprehend with the mind, understand,φρενὶ λ. τὸν λόγον Hdt.9.10
;νόῳ Id.3.41
;τῇ διανοίᾳ Pl. Prm. 143a
;λ. ἐν ταῖς γνώμαις βεβαίως X.Cyr.3.3.51
;ἐν νῷ Plb.2.35.6
: abs.,λ. τὴν ἀλήθειαν Antipho 1.6
;μνήμην παρὰ τῆς φήμης λ. Lys.2.3
, cf. Pl.Phdr. 246d, etc.c with Adv. added, take, i.e. understand in a certain manner,ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Hdt.7.142
;λάβετε [τοὺς λόγους] μὴ πολεμίως Th.4.17
; τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον took it more seriously, Id.6.27, cf. 61;ὀρθῶς λ. τὸν φιλοκερδῆ Pl.Hipparch. 227c
; λ. τι οὕτω, ὧδε, Arist.SE 174b27, Rh.Al. 1423a4;ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονὸς λ. Plu.Alc.18
: with παρά c.acc., λαμβάνω σε παρὰ βουκόλον .. PMag.Par.1.2434:—[voice] Pass., τρίτου καθεστῶσαι ἐπὶ πρώτου λαμβάνονται are used for the first person, A.D.Pron.78.22; with ἐς, εἰ ἐς κόρην λαμβάνοιτο be taken for a girl, Philostr.Im.2.32: less freq. c. dupl. acc., ὡς μεθυστικὰς λ. [τὰς ἁρμονίας] Arist.Pol. 1342b25, cf. S.E.P.1.179;τῆς νίκης ἆθλον τὴν ὑπεροχὴν τῆς πολιτείας λ. Arist.Pol. 1296a31
;τοῦτο λ. γιγνόμενον Id.Mete. 346a7
; alsoλ. περί τινος τί ἐστι Id.EN 1142a32
, cf. 1140a24, al.: also c. inf.,λ. τι εἶναί τι Id.Mete. 389a29
, al.: with a relat. clause, οὕτω δεῖ λαμβάνειν, ἀλλ' οὐχ ὅτι .. Id.Metaph. 1053a27, cf. Str.2.5.1;εἰλήφθω ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται Arist.EN 1129a31
: in bad sense,πρὸς δέους λ. τι Plu.Flam.7
;πρὸς ἀτιμίας Id.Cic.13
;λ. δι' οἴκτου E. Supp. 194
; but also ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λ. receive as a favour, Plb.1.31.6.d in Logic, assume, take for granted,ἅπαν ζῷον λαμβάνει ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον Arist.APr. 46b6
; λ. τὰς περὶ ἕκαστον ἀρχάς ib. 53a2, etc.:—[voice] Pass., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα ib. 26b30; αἱ εἰλημμέναι προτάσεις ib. 33a15, cf. Phld.Rh.2.46 S., Sign.35, Oec.p.5 J., S.E.P.2.89.e take, i.e. determine, estimate,τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Th.3.20
;ἐντεῦθεν τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων Lycurg.66
;τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Th.2.42
.10 take in hand, undertake (cf. ληπτέον) , λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, opp. συνταχύνειν, Hdt.3.71; μηδένα πόνον λαβόντες without taking any trouble, Id.7.24;παλαισμάτων λ. φροντίδα Pi.N.10.22
.11 take in, hold, τὸ στρατόπεδον πεζοὺς λ. περὶ τετρακισχιλίους Plb.3.107.10.12 part. λαβών freq. seems pleonastic, but adds dramatic effect, λαβὼν κύσε χεῖρα took and kissed, Od.24.398, cf. Il.21.36: so in Trag. and Com., τί μ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας; S.OT 1391, cf. 641;τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβών Cratin.141
, etc.b ingressive of ἔχων ( ἔχω (A) A.1.6),ἑτάρους τε λ. καὶ νῆα.. ἦλθον Od. 15.269
, cf. S.Tr. 259.II receive,1 have given one, get, receive, prop. of things (AB 106),ἄποινα Il.6.427
;τὰ πρῶτα 23.275
; , v. infr.e;παρὰ βασιλέος δῶρα Hdt.8.10
, cf. Ar. Eq. 439;πρός τινος S.El.12
, etc.;ἀπὸ τῶν συκοφαντῶν X.Mem.2.9.4
; gain, win,κλέος Od.1.298
, S.Ph. 1347, etc.;ἀρετάν Pi.O.8.6
;κόσμον Id.N.3.31
codd. (v.l. ἔλαχες Sch.); , etc.; πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν attain.., Isoc.10.39;λ. νόστον E.IT 1016
, etc.;λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Isoc.5.61
; ; ; ; : also in bad sense,λ. ὀνείδη S.OT 1494
;συμφοράν E.Med.43
; (lyr.); γέλωτα μωρίαν τε incur.., Id. Ion 600;αἰτίαν ἀπό τινος Th.2.18
, etc.:—for λ. θυμόν, etc., v. supr.1.2 et infr. 3.b receive hospitably, Od.7.255, cf. S.OC 284 ([etym.] ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον) which approaches this sense; καλῶς λ. τινά treat well, BGU843.10 (i/ii A. D.).c receive in marriage, Hdt.1.199, 9.108, E.Fr.953.27, X. HG4.1.14, Isoc.10.39, PEleph.1.2 (iv B. C.), Men.Pk. 436; τοῖς λαμβάνουσιν ἐξ αὐτῶν, i.e. those who married their daughters, SIG1044.14 (Halic., iv/iii B. C.); also of the father taking a daughter-in-law,τῷ υἱῷ λ. τινά Men.Pk. 447
.e λ. δίκην receive, i.e. suffer, punishment, Hdt.1.115; τὴν ἀξίην λ. get one's deserts, Id.7.39; ;λ. ζημίας D.11.11
.f λ. ὅρκον receive an oath, Arist. Rh. 1377a8;λ. πιστά X.An.3.2.5
, al.; λ. λόγον demand an account, τινος for a thing, παρά τινος from a person, Id.Cyr.1.4.3, D.8.47.h receive as produce, profit, etc.,οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Ar.Nu. 1123
; [χρήματα] ἐκ τῆς ἀρχῆς Pl.R. 347b
; λ. ἑκατὸν τῆς δραχμῆς, ὀβολοῦ, purchase for.., Ar. Pax 1263, Ra. 1235, cf. Nu. 1395; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp.2.4.i λ. πεῖράν τινος, v. πεῖρα.3 of persons conceiving feelings and the like , λ. θυμόν take heart, Od. 10.461: freq. in periphrasis, λ. φόβον, = φοβεῖσθαι, S.OC 729; αἰδῶ λ., = αἰδεῖσθαι, Id.Aj. 345; λ. ὀργήν, = ὀργίζεσθαι, E.Supp. 1050: so generally λ. ἀρχήν, = ἄρχεσθαι, Id.IA 1124; λ. ὕψος, ἐπίδοσιν, αὔξησιν, = ὑψοῦσθαι, ἐπιδιδόναι, αὐξάνεσθαι, Th.1.91, Isoc.4.10, Arist.GA 732b5, etc.;λ. κακόν τι Ar.Nu. 1310
; λ. νόσον take a disease, Pl.R. 610d; λ. μορφήν, τέλος, etc., Arist.GA 762a13, 744a21, etc.; αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι receiving battlements, having battlements added, Th.4.69, cf. 115.4 c. inf., receive permission to.., SIG996.6 (Smyrna, i A. D.).B [voice] Med., take hold of, lay hold on, c. gen., [ σχεδίης] Od.5.325; τῆς κεφαλῆς, τῶν γουνάτων, Hdt.4.64, 9.76; , etc.;τοῦ βωμοῦ And.1.126
, etc.: c. dupl.gen.,μου λαβόμενος τῆς χειρός Pl. Chrm. 153b
.2 seize and keep hold of, obtain possession of, ; καιροῦ λαβόμενος seizing the opportunity, Is.2.28;λ. ἀληθείας Pl.Plt. 309d
: rarely c. acc.,τόν.. λελαβέσθαι Od.4.388
.3 lay hands upon, χαλεπῶς λαμβάνεσθαί τινος lay rough hands on him, deal hardly with him, Hdt.2.121. δ.4 of place, λ. τῶν ὀρῶν take to the mountains, Th.3.24, cf. 106; Δήλου λαβόμεναι (sc. αἱ νῆες) reaching Delos, Id.8.80.6 λαβέσθαι ἑαυτοῦ check oneself, Hld.2.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμβάνω
-
46 ὀκωχή
Grammatical information: f.Meaning: `arrest, hold' (EM).Derivatives: ὀκώχ-ιμος `bound' (Cyrene IVa; after ἀγώγιμος?, Arbenz 64), ὀκωχεύειν ἔχειν, συνέχειν H. (S. Fr. 327). Literary (and orig.?) only with ἀν-, δι-, κατ- a.o. from ἀν-έχω etc.Etymology: Reduplicated formation from ἔχω; on the explanation Wackernagel Gött. Nachr. 1902, 739f. = Kl. Schr. 1, 129f. (Schwyzer 766 n. 4). S. also ἀνοκωχή and συνοκωχότε.Page in Frisk: 2,375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀκωχή
-
47 ὀχεύω
ὀχεύω, - εῦσαιGrammatical information: v.Meaning: `to cover, to mount', midd. `to copulate' (IA.).Derivatives: ὀχ-εῖος `serving for covering' (Din.), - εῖον n. `covering-place, stallion' (Lycurg., Arist.); - εία f. (X., Arist., pap.), ὀχή f. (Arat.), - ευσις f. (J.) `the covering, impregnating', - ευμα n. `product of the body' (Arist.); - ευτής m. `stallion' (pap. IIIa), - ευτικός `ruttish' (Arist., Thphr.); - εύτριαν H. s. ψόαν. -- Also ὀχῶν ὀχευτικῶς ἔχων H., ὀχέωνται (Arat. 1070 verse-end) = ὀχεύωνται.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Etymology debated. Acc. to older interpretation (Curtius a.o.) to ὀχέομαι `drive, ride', where (forgoing - εύω) the active diathesis is remarkable. After Prellwitz (thus Bq, WP. 2, 481f. a.o.) however from ἔχω in the sense of `overwhelm'. More attractive Bosshardt 30 sees in ὀχεύ-ω a denorninative of ὀχεύς, a.o. `door-bolt' (from ἔχω), prop. of the wooden pin, which was fitted in a hole in the wall to block the door; the ἅπ. λεγγ. ὀχῶν, ὀχέωνται are secondary innovations.Page in Frisk: 2,455Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀχεύω
-
48 ἐπεί
ἐπεί, Conjunction, da, quum; ursprünglich nur Zeitpartikel, sodann auch Causalpartikel. Die beiden Bedeutungen lassen sich übrigens nicht scharf sondern, so daß an vielen Stellen ἐπεί grade wie eben das Lat. quum und das Deutsche »da« sowohl causal als temporal aufgefaßt werden kann. Entstanden ist ἐπεί, wie schon die Alten sahen, aus ἐπί und εἰ, indem das εἰ den betreffenden Zeitpunkt bezeichnete, das ἐπί den engen und unmittelbaren Zusammenhang zwischen dem Inhalte des Satzes mit ἐπεί und dem des zugehörigen Hauptsatzes. – 1) ἐπεί als Zeitpartikel: – a) meist auf die Frage » wann«, nach dem Zusammenhange zu übersetzen durch da, als, wie, nachdem, sobald, sobald als, sobald wie, dann wann u. s. w. – b) nicht selten auf die Frage » seit wann«, nach dem Zusammenhange zu übersetzen durch sei idem, von dem Augenblickean, wo u. s. w. Odyss. 16, 24 οὔ σ' ἔτ' ἔγωγε ὄψεσϑαι ἐφάμην, ἐπεὶ ᾤχεο νηὶ Πύλονδε; 1, 2 ὃς μάλα πολλὰ πλάγχϑη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεϑρον ἔπερσεν; vgl. Sengebusch Aristonic. p. 6; die ohne Beweis gegebene Darstellung in Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 151 ist irrig, und namentlich müßte es daselbst anstatt »Id extricamus ex Epim. Hom. p. »161« vielmehr heißen, Id non extricamus ex Epim. »Hom. p. 1616. Δέκατον μὲν ἔτος τόδ' ἐπεὶ Μενέλαος καὶ Ἀγαμέμνων ἦραν, das zehnte Jahr, seitdem, Aesch. Ag. 40; ἐπεὶ δὲ φροῦδός ἐστιν Ἀργείων στρατὸς – οὐδὲν οἶδ' ὑπέρτερον, seit aber das Heer fort ist, Soph. Ant. 15; vgl. Eur. I. T. 247 u. Porson zu Med. 138; häufig bei Her., bes. in der Vrbdg ἐπεί τε, so ἐπεί τε Πέρσαι ἔχουσι τὸ κράτος, ἔστι τοῦ βασιλῆος 3, 117; ἐγὼ δὲ ἐπεί τε παρέλαβον τὸν ϑρόνον τοῦτο ἐφρόντιζον 7, 81; selten in attischer Prosa, wie Thuc. ἔτη τριακόσια ἐπεὶ διέβησαν 6, 2. – Wenn von der Zukunft oder von der Gegenwart die Rede ist, wird das temporale ἐπεί oft mit dem conjunctiv. conditional. verbunden, wenn von der Vergangenheit die Rede ist, oft mit dem optativ. iterativ.; s. das Genauere über den optativ. iterativ. oben s. v. Ἄν S. 152. 172, über den conjunctiv. conditional. daselbst S. 156, u. vgl. ἐπάν (ἐπήν). Der conjunctiv. conditional. bei ἐπεί z. B. Odyss. 11, 221. 14, 153. 17, 23 Iliad. 6, 412. 15, 363 Hymn. Hom. Apoll. 158 Soph. Ant. 1025 O. C. 1225. Der Cptativ. iterativ. bei ἐπεί z. B. Iliad. 24, 14 Thuc. 8, 38 Xen. An. 1, 5, 2. 4, 2, 28 Cyr. 1, 6, 34 Soph. Tr. 93. – Der indirecte optativ. (s. oben s. v. Ἄν S. 172) bei ἐπεί z. B. Xen. Cyr. 1, 4, 21 An. 5, 6, 30. – Der indicativ. bei ἐπεί in der indirecten Rede z. B. Soph. Phil. 346. – Der infinitiv. mit und ohne ἄν bei ἐπεί in der indirecten Rede z. B. Herodot. 2, 32. 4, 10 Thucyd. 2, 93 Plat. Phaed. 109 e Xen. An. 5, 7, 18. – Der optativ. potential. bei ἐπεί Aristoph. Eq. 1056, vgl. oben s. v. Ἄν S. 163. – Verstärkt wird das temporale ἐπεί durch τάχιστα, »sobald als – auf der Stelle«, »von dem ersten Augenblick an, »wo«; dabei steht τάχιστα gewöhnlich nicht unmittelbar neben ἐπεί, s. z. B. Xen. An. 7, 2, 6 Ἀρίσταρχος δ' ἐπεὶ ἦλϑε τάχιστα. Aehnlich ist die Verbindung von (τὸ) πρῶτον und (τὰ) πρῶτα mit ἐπεί, z. B. Iliad. 12, 420 ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασϑεν, vgl. 1, 6 ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε. – 21 übertr. auf ein Causalverhältniß, da das der Zeit nach Vorangehende auch häufig den Grund od. die Veranlassung zum Folgenden enthält, da, weil, Hom. u. Folgde überall; auch mit praes. u. fut., z. B. ἐπεὶ δέος παλαιόν σοι φρενῶν ἀνϑίσταται, λέξον Aesch. Pers. 689. – Wie es Il. 6, 333 heißt ἐπεί με κατ' αἶσαν ἐνείκεσας, τοὔνεκά τοι ἐρέω, so steht es auch ohne letztern Zusatz im Anfang der Rede oft absolut, Ἕκτορ, ἐπεί με κατ' αἶσαν ἐνείκεσας – αἰεί τοι κραδίη πέλεκυς ὥς ἐστιν ἀτειρής, 3, 59, wo man »so sage ich dir« ergänzen kann; vgl. 6, 382. 13, 775; Od. 1, 231 ξεῖν', ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ' ἀνείρεαι, μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ' ἀφνειὸς ἔμμεναι; auch so, daß ein längerer Zwischensatz noch vor der eigentlichen Rede eingeschaltet wird, Od. 4, 204 Il. 13, 68. Gar kein Hauptsatz folgt Odyss. 3, 103. – Oft ist es bes. nach einem längeren Vordersatze mit denn zu übersetzen, wo wir den Grund als Hauptsatz hinstellen; Il. 4, 269; οὕνεκ' ἐγὼ κούρης – ἄποινα οὐκ ἐϑέλω δέξασϑαι· ἐπεὶ πολὺ βούλομαι αὐτἡν οἴκοι ἔχειν, denn ich will lieber, 1, 112; oft ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε, denn das ziemt sich nicht; ἐπεὶ οὐδὲ μὲν οὐδὲ ἔοικεν Odyss. 21, 319; Pind. Ol. 4, 13; Aesch. Prom. 347; in Prosa oft. Es folgen in diesem Falle auf ἐπεί auch hypothetische Constructionen, wie ἐπεὶ οὔποτ' ἂν στόλον ἐπλεύσατε – εἰ μή τι κέντρον ϑεῖον ἦγ' ὑμᾶς Soph. Phil. 1026, da ihr, od. einfacher, denn ihr wäret nicht geschifft; ἐπεὶ σχολῇ γ' ἂν ἥξειν δεῠρ' ἂν ἐξηύχουν Ant. 389, wo der Satz mit εἰ fehlt; vgl. O. R. 433; ἀλλ' ἴσως οὐκ ὀλίγον ἔργον ἐστίν, ἐπεὶ πάνυ γε σαφῶς ἔχοιμι ἂν ἐπιδεῖξαι Plat. Euthyphr. 9 b; vgl. Legg. IX, 875 c; οὐ φιλόπονός ἐστιν, ἐπεὶ ἤρκει ἂν αὐτῷ, sonst würde er sich begnügen, Xen. Cyr. 2, 2, 31; σιώπησον περὶ τῶν χρησμῶν, ἐπεὶ ἐρήσομαί σε, denn sonst (wenn du nicht schweigst) werde ich dich fragen, Luc. Iup. Trag. 43. Es folgt auch der opt. potent., Soph. Ai. 899 Tr. 457; – auch der imperat., ἐπεὶ φέρ' εἰπέ Soph. O. R. 390, denn sage doch; vgl. Ar. Vesp. 73 Her. 7, 103; ἐπεὶ ἐροῦ τινα τουτωνί Plat. Gorg. 473 c; Charm. 165 e u. öfter; – ἐπεὶ ἄϑεος ὀλοίμην, φρόνησιν εἰ τάνδ' ἔχω Soph. O. R. 663. – Häufig folgt ein Fragesatz, bes. ein solcher, der nur ein anderer Ausdruck für einen negativen Satz ist; ἐπεὶ τί νῦν ἕκατι δαιμόνων κυρῶ Aesch. Ch. 212; Suppl. 325; ἐπεὶ τίς ὧδε τέκνοισιν Ζῆν' ἄβουλον εἶδεν, keiner sah den Zeus, Soph. Tr. 138; ἐπεὶ τίνα οἶκον ναίοντ' ὀνομάξομαι Pind. P. 7, 5; οὐδαμῶς γε· ἐπεὶ πῶς ἂν καλέσειας Ar. Nubb. 679; vgl. Lys. 259; ἐπεὶ σὺ δέξαι' ἂν μᾶλλον ἀδικεῖσϑαι ἢ ἀδικεῖν; Plat. Gorg. 474 b, denn du möchtest doch nicht lieber. – Οὐ γὰρ λαϑεῖν τοὺς δυναμένους ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν· ἐπεὶ οἵ γε πολλοὶ οὐδὲν αἰσϑάνονται, obwohl die große Menge Nichts merkt, Plat. Prot. 317 a; vgl. 333 c Conv. 187 a; – ταύτῃ οὖν σε λανϑάνει –, ἐπεὶ οὐ κακῶς ἀπείκασας, übrigens, sonst, Parm. 128 e; vgl. Soph. 217 b Apol. 19 e; – μὴ νῦν ἀπολλύηται (ἡ ψυχή), ἐπεὶ σῶμά γ' ἀεὶ ἀπολλύμενον οὐδὲν παύεται, denn was den Körper betrifft, so hört er nie auf, Phaed. 91 d; vgl. Soph. 223 e. – Die Vrbdgn mit anderen Partikeln s. einzeln.
-
49 οὐ
οὐ (1οὔ O. 7.48
:κοὐ P. 4.151
)1 negatives vb., sent.aοὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56
ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
οὔ μιν διώξω O. 3.45
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17
ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79
θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42
Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34
σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46
οὐ ψεύσομ O. 13.52
οὐ χρὴ O. 13.94
οὐ φθίνει P. 1.94
οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
οὐκ ἔμειν P. 3.16
οὐχ ἅπτεται P. 3.29
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82
οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86
“ οὐ πρέπει” P. 4.147οὐκ ἐόλει P. 4.233
οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “ οὐ κεχείμανται” P. 9.32οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37
οὐ φαίνεται P. 12.29
οὐκ ἔραμαι N. 1.31
οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15
τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69
οὐ νέοντ N. 4.77
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
οὐ σπανίζει N. 6.31
οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25
οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56
οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60
οὐ μέμψεται N. 7.64
χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
οὐχ ἕπεται N. 11.43
οὐ φράζεται I. 1.68
οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20
οὐ κατελέγχει I. 3.14
οὐ φείσατο I. 6.33
γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶνπραπίδες I. 8.30
οὐ κατέφθινε I. 8.46
οὐ κατελέγχει I. 8.65
οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28
οὐ τόλμα Pae. 6.94
οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45
οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26
“ κοὔ με πονεῖ ἀλλὰ” P. 4.151ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27
P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127
cοὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.d οὐ γε, qualifying subord. cl.πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28
2 combined with other neg.οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
“ οὔ τι οὐδὲ μὰν” P. 4.87πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16
Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.3a c. part.κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19
ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
οὐκ ἐρίζων P. 4.285
οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80
οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
b c. adj.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
χόλον οὐ φατὸν O. 6.37
οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5
“ οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλων” P. 4.118 “σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” P. 9.42λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23
οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49
οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76
οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ἁνία τἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70
ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.4 c. subs.πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.5 c. adv.aὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36
οὐχ ὁμῶς I. 3.6
bοὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
6 c. prep., in meiosis.οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45
ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7
οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32
“ οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76
οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20
οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.7 c. inf.χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
8a οὔπω, v. πω.bοὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.c οὔ τις, (cf. οὔτις)πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
, cf. O. 12.7πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54
ἕτερον οὔ τινα οἶκονἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰν” P. 4.879 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3. -
50 φέρω
φέρω ([dialect] Locr. [full] φάρω [ᾰ], IG9(1).334.5 (Oeanthea, v. B.C.)), only [tense] pres. and [tense] impf. (late 1 [tense] aor. [ per.] 3pl.Aἤφεραν IG3.1379
), Il.21.458, etc.: [dialect] Ep. forms, [ per.] 2pl. imper.φέρτε Il.9.171
; [ per.] 2sg. subj. ; [ per.] 3sg. subj.φέρῃσι Il.18.308
, Od.5.164, al.; [dialect] Ep. inf.φερέμεν Il.9.411
, al.: [tense] impf. ἔφερον, [dialect] Ep.φέρον 3.245
; also φέρεσκε, φέρεσκον ([ per.] 3pl.), Od.9.429, 10.108.II [tense] fut.οἴσω Il.7.82
, etc.; [dialect] Dor.οἰσῶ Theoc.3.11
; [ per.] 1pl.οἰσεῦμες Id.15.133
; [ per.] 3pl. ηοίσοντι Tab.Heracl.1.150: the foll. act. forms are not [tense] fut. in sense, imper.οἶσε Od.22.106
, 481, Ar.Ach. 1099, 1101, 1122, Ra. 482;οἰσέτω Il.19.173
, Od.8.255; [ per.] 3pl.οἰσόντων Antim.15
; inf.οἴσειν Pi.P.4.102
, [dialect] Ep.οἰσέμεν Od.3.429
,οἰσέμεναι Il.3.120
, Od.8.399, etc.: [tense] aor. 1 inf.οἶσαι Ph.1.611
codd. ( ἀν-οῖσαι is prob. in Hdt.1.157):—[voice] Med., [tense] fut.οἴσομαι Il.22.217
, S.El. 969, etc. (in pass. sense, E.Or. 440, X.Oec.18.6; so [dialect] Dor.οἰσεῖται Archim.Fluit.1.7
, al.): [tense] fut. [voice] Pass.οἰσθήσομαι D.44.45
, Arist. Ph. 205a13, Archim.Fluit.1.3, al., ([etym.] ἐξ-) E.Supp. 561:—[voice] Pass., [tense] pf.προοῖσται Luc.Par.2
; cf. οἰστέον, οἰστός ([etym.] ἀν-οιστός).III from ἐνεγκ- (not found in Hom. or Hdt., exc. as v.l. in Il.19.194, but in Pi.O.13.66, I.8(7).21, ([etym.] προς-) Id.P.9.36, also B.16.62, and normal in [dialect] Att. and Trag., also in codd.Hp., Epid.1.1.2, al.) come [tense] aor. 1 ἤνεγκα, and [tense] aor. 2 ἤνεγκον:—Indic., [ per.] 1sg. (lyr.), 964, Ar.Ra. 1299, Th. 742, Lys. 944, ([etym.] δι-) Isoc.18.59, butἤνεγκα S.El. 13
, E. Ion38, Aeschin.2.4, and in compos. with Preps.; [ per.] 2sg. always (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Tr. 741 (in Ar.Th. 742, δέκα μῆνας αὔτ' ἐγὼ ἤνεγκον is answd. by ἤνεγκας σύ;); [ per.] 3sg. ἤνεγκε, common to both forms; dualδι-ηνεγκάτην Pl.Lg. 723b
; pl. always ἠνέγκαμεν, -ατε, -αν ([ per.] 3pl.ἀπ-ήνενκαν IG22.1620.37
, al., once ἀπ-ήνεγκον ib. 1414.2; δι-ηνέγκομεν is f.l. in X.Oec.9.8): imper., [ per.] 2sg. , Ar.Eq. 110, X.Mem.3.6.9 ( ἔνεγκον cj. Pors. in Anaxipp. 8); [ per.] 3sg. (troch.), Th. 238, Pl.Phd. 116d, ([etym.] προς-) X.Smp.5.2; butἐξ-ενεγκέτω IG12.63.33
, 76.61; [dialect] Dor. [ per.] 3pl. ἐνεγκόντω ib.5 (1).26.16 (Amyclae, ii/i B. C.); [ per.] 2pl.ἐξ-ενέγκατε Ar.Ra. 847
: subj. ἐνέγκω common to both forms: opt., [ per.] 1sg. , Pl.Cri. 43c: [ per.] 3sg. ἐνέγκαι (cod.A, but - κοι cod.Laur.) S.Tr. 774, butἐνέγκοι Id.Fr.84
(anap.), Pl.R. 330a, ([etym.] ξυν-) Th.6.20, etc.; [ per.] 2pl. ἐνέγκαιτε ( ἐνέγκατε codd.) E.Heracl. 751 (lyr.): inf. , S.OC 1599, IG22.40.18, etc., ([etym.] προς-) Pi.P.9.36, Hp.VM15; Hellenistic ([etym.] εἰς-), PAmh.2.30.35 (ii B. C.), Ev.Marc. 2.4 ([etym.] προς-), etc., found also in codd.Hp., Aff.3 ([etym.] προς-), Nat.Mul.19 ([etym.] δι-): part.ἐνεγκών Pi.I.8(7).21
, S.El. 692, Th.6.56, etc.,ἐνέγκας IG22.1361.21
([etym.] εἰς-), 333.4, D.49.51 (and later, Demetr.Com.Nov.1.10 ([etym.] εἰς-), Arist.Oec. 1351a14, etc.; in X. we findἐξ-ενεγκόντες Mem.1.2.53
, and δι-ενεγκοῦσα, συν-ενεγκόντες, vv. ll. in ib.2.2.5, An.6.5.6):— [voice] Med., only ἠνεγκάμην, Ar.Ec.76 ([etym.] ἐξ-), etc. (exc. imper. ); [ per.] 2sg. , X.Oec.7.13; [ per.] 3sg. , Pl.R. 406b, etc.; [ per.] 1pl.ἠνεγκάμεθα Id. Ion 530b
, ([etym.] προ-) Phlb. 57a; inf.εἰς-ενέγκασθαι Isoc.15.188
: part.ἐνεγκάμενος Aeschin.1.131
, ([etym.] ἀπ-) X.Ages.6.2.IV from ἐνεικ- comes [tense] aor. 1 ἤνεικα, found mostly in [dialect] Ion. (but not in codd. Hp.), [dialect] Ep. and Lyr., also at Cos (v. infr.) and implied elsewh. in pass. forms (v. infr. v):—the endings are those of [tense] aor. 1, exc. in imper.ἔνεικε Od.21.178
, inf. ἐνεικέμεν (v.l. ἐνεγκέμεν) Il.19.194, ἐνείκην (v. infr.), and part. μετ-ενεικών, ἐξενικοῦσι (v. infr.), cf. συνενείκομαι:—[ per.] 1sg.ἀν-ένεικα Od.11.625
; [ per.] 2sg.ἀπ-ένεικας Il.14.255
; [ per.] 3sg.ἤνεικε Od.18.300
, al., Hdt.2.146, [dialect] Ep.ἔνεικε Il.15.705
, al.; [ per.] 1pl.ἐνείκαμεν Od.24.43
; [ per.] 3pl.ἤνεικαν Hdt.3.30
, [dialect] Ep.ἔνεικαν Il.9.306
; imper. [ per.] 2sg.ἔνεικον Anacr.62.3
; [ per.] 2pl.,ἐνείκατε Od. 8.393
; [ per.] 3pl.ἐνεικάντων Schwyzer 688
B 3 (Chios, v B. C.); inf.ἐνεῖκαι Il.18.334
, Pi.P.9.53, Hdt.1.32; ἐνεικέμεν (v. supr.); [dialect] Aeol.ἐνείκην Alc.Oxy.1788
Fr.15ii 20; part.ἐνείκας Il.17.39
, ([etym.] ἀν-) Hdt.2.23;μετ-ενεικών Abh.Berl.Akad.1928(6).22
(Cos, iii B. C.):—[voice] Med., [ per.] 3sg.ἀν-ενείκατο Il.19.314
; [ per.] 3pl.ἠνείκαντο 9.127
, Hdt.1.57, ([etym.] ἐς-) 7.152; part.ἐνεικάμενος Alc.35.4
.2 [tense] aor. 1 ἤνῐκα is found in the foll. dialect forms: [ per.] 3sg.ἤνικε IG42(1).121.110
(Epid., iv B. C.); Bi11 (Delph., iv B. C.);ἀν-ήνικε IG4.757A12
, al. (Troezen, ii B. C.); ἀπ-ήνικε ib.42(1).103.16, al. (Epid., iv B. C.); but ἤνῑκε is prob. written for ἤνεικε in IG4.801.3 (Troezen, vi B. C.); [ per.] 1pl. ἀν-ηνίκαμες [ῐ] GDI 3591b21 ([place name] Calymna); [ per.] 3pl. Bi 17 (Delph., iv B. C.), IG 12(2).15.15 (Mytil., iii B. C.); [ per.] 3sg. subj.ἐνίκει Berl.Sitzb.1927.161
([place name] Cyrene); ἐς-ενίκη, and inf. ἐς-ένικαι, IG12(2).645b43,39 (Nesus, iv B. C.); part. (dat. pl.)ἐξ-ενικοῦσι IG4.823.49
(Troezen, iv B. C.); so in later Gr.,εἰς-ήνικα Supp.Epigr.7.381
,382 (Dura-Europos, iii A. D.); ἤνιγκα ib.383 (ibid., iii A. D.):—[voice] Med., part.ἐξ-ε[νικ]άμενος IG12
(2).526a5 (Eresus, iv B. C.).b [dialect] Boeot. [tense] aor. 1 in [ per.] 3pl.εἴνιξαν IG7.2418.24
(Thebes, iv B. C.); [ per.] 1sg. ἤνειγξα Hdn.Gr.2.374.V other tenses: [tense] pf.ἐνήνοχα D.21.108
, 22.62, ([etym.] ἐξ-) Luc.Pr.Im.15,17, ([etym.] μετ-) Pl.Criti. 113a, ([etym.] συν-) v. l. in X.Mem.3.5.22:—[voice] Pass., [tense] fut.ἐνεχθήσομαι Arist.Ph. 205b12
, Archim.Fluit.2.2, al., ([etym.] ἐπ-) Th.7.56, ([etym.] κατ-) Isoc.13.19: [tense] aor.ἠνέχθην X.An.4.7.12
and freq. in compds.; [dialect] Ion.ἀπ-ηνείχθην Hdt.1.66
, etc.; ([etym.] περι-) ib.84; [ per.] 3pl. written ἠνείχτθησαν in Schwyzer 707B9 (Ephesus, vi B. C.); [dialect] Dor. part.ἐξ-ενειχθείς IG42(1).121.115
(Epid., iv B. C.); Hellenisticἐνεγχθείς PCair.Zen.327.42
(iii B. C.), ([etym.] συμπερι-) IPE12.32A31,78, B70 (Olbia, iii B. C.); in dialects, [ per.] 3sg. indic.ἀπ-ηνίχθη IG42(1).103.111
(Epid., iv B. C.); [ per.] 3sg. subj. ἐξενιχθῇ ib.12(5).593 A23 (Ceos, v B. C.), Abh.Berl.Akad.1928(6).21 (Cos, iii B. C.); [dialect] Boeot.ἐν-ενιχθεῖ IG7.3172.150
(Thespiae, iii B. C.); part. (neut.)ἐπ-ενιχθέν Abh.Berl.Akad.1928(6).53
(Telos, iv B. C., ined.); [dialect] Att. [tense] pf.ἐνήνεγμαι, ἐνήνεκται Pl.R. 584d
,εἰς-ενήνεκται E. Ion 1340
;ἀν-ενήνεγκται IG12.91.4
; ἐπαν-ενήνειγκται ib.22.1607a7; [dialect] Ion.ἐξ-ενηνειγμένος Hdt.8.37
; [dialect] Att. [tense] plpf.προς-ενήνεκτο X.HG4.3.20
; part.κατ-, μετ-ενηνεγμένος Plb.10.30.2
, Str.13.1.12. (With φέρω cf. Lat.fero, OE. beran, Skt. bhárati 'bear'; οἴσω is of uncertain origin; ἐνεγκ- is prob. redupl. ἐγκ- ( ἐνεκ- in [voice] Pass. forms and in δουρηνεκής, etc.), cogn. with Skt. náśati 'attain,' Lat. nanciscor, Lith. nèšti 'carry, bear'; ἐνεικ- ([etym.] ἐνῐκ-) is of uncertain origin; the glosses ἐνέεικαν· ἤνεγκαν, and ἐνεείκω· ἐνέγκω (Hsch.) are not corroborated.)A [voice] Act.,I bear or carry a load,ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν Il.18.568
;μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.303
;ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον Od.4.622
;χοάς A.Ch.15
;φ. ἐπ' ὤμοις S.Tr. 564
;χερσὶν φ. Id.Ant. 429
;φ. ὅπλα βραχίονι E.Hec.14
; bear (as a device) on one's shield, A.Th. 559, etc.; γαστέρι κοῦρον φ., of a pregnant woman, Il.6.59; φ. ὑπὸ ζώνην or ζώνης ὕπο, A.Ch. 1000(992), E.Hec. 762: in Trag. stronger than ἔχω, ἁγνὰς αἵματος χεῖρας φ. to have hands clean from blood, E.Hipp. 316 (v.l. φορεῖς); ἀλαὸν ὄμμα φέρων Id.Ph. 1531
(lyr.);γλῶσσαν εὔφημον φ. A.Ch. 581
, cf. Supp. 994;καλὸν φ. στόμα S.Fr. 930
codd. (nisi leg. φορῇ) ; ἄψοφονβάσιν φ. Id.Tr. 967
(lyr.).II bear, convey, with collat. notion of motion, freq. in Hom.,πῇ δὴ.. τόξα φέρεις; Od.21.362
; πρόσω φ. ib. 369;εἴσω φέρω σ' ἐντεῦθεν Ar.V. 1444
, cf. Pl.Lg. 914b;πόδες φέρον Il.6.514
;πέδιλα τά μιν φέρον 24.341
, etc.; of horses, 2.838;ἵππω.. ἅρμα οἴσετον 5.232
, etc.; of ships, Od.16.323, cf. Il.9.306;τὰ σώματα τῶν ζῴων συνέστηκεν ἐκ τοῦ φέροντος καὶ τοῦ φερομένου Diocl. Fr.17
.b of persons, bring to bear, μένος or μένος χειρῶν ἰθύς τινος φέρειν hurl one's strength right upon or against him, Il.16.602, 5.506; φ. τὴν ὀργήν, τὴν αἰτίαν ἐπί τινα, Plb.21.31.8, 33.11.2.2 of wind, bear along, [πνοιὴ Ζεφύρου] φ. νῆάς τε καὶ αὐτούς Od.10.26
; [σχεδίην] ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα 5.330
, cf. 4.516, Il.19.378, etc.;ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος Od.3.300
, 7.277, cf. 5.111, etc.: abs., ὁ βορέας ἔξω τοῦ Πόντου εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρει is fair for Greece, X.An.5.77: metaph.,ὅπῃ ἂν ὁ λόγος ὥσπερ πνεῦμα φ. Pl.R. 394d
;φ. τινὰ φρένες δύσαρκτοι A.Ch. 1023
, cf. Th. 687 (lyr.):—[voice] Pass., v. infr. B.III endure, suffer,λυγρά Od.18.135
;ἄτην Hdt.1.32
; χαλινόν, ζυγόν, A.Ag. 1066, 1226; πημονάς, τύχας, Id.Pers. 293, E.Or. 1024;ξυμφοράς Th.2.60
; ; also of food,ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φ. X.Cyr.8.2.21
; of strong wine, bear, admit, καὶ τὰ τρία φέρων καλῶς, i.e. three parts of water, instead of ἴσον ἴσῳ, Ar.Eq. 1188, cf. Ach. 354; so τὰς ἐπιδείξεις.. φέρουσιν αὐτοῦ (sc. Ἰσοκράτους)οἱ λόγοι, τοὺς δὲ ἐν ἐκκλησίαις.. ἀγῶνας οὐχ ὑπομένουσι D.H.Isoc.2
: metaph.,ᾗ φέρειν πέφυκε Pl.Ti. 48a
.2 freq. with modal words,πήματα κόσμῳ φ. Pi.P.3.82
; ;ὀργῇ τὸν πόλεμον Th.1.31
;θυμῷ φ. Id.5.80
;χαρᾷ φ. τι J.AJ19.1.13
: esp. with an Adv., [ὕβριν] ῥηϊδίως φ. Hes.Op. 215
; δεινῶς, βαρέως, πικρῶς, χαλεπῶς φέρειν τι, bear a thing impatiently, take it ill or amiss, Hdt.2.121.γ, 5.19, E. Ion 610, Pl.R. 330a, etc.; δυσπετῶς, βαρυστόνως φ., A.Pr. 752, Eu. 794; προθύμως φέρειν τὸν πόλεμον to be zealous about the war, Hdt.9.18,40;προθύμως τὰ τοῦ πολέμου ἔφερον Th.8.36
;αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα A.Pr. 104
;συμφορὴν ὡς κουφότατα φ. Hdt.1.35
;ῥᾳδίως φ. Pl.Grg. 522d
, al.;εὐπετῶς φ. S.Fr. 585
, X.Mem.2.1.6; εὐπόρως ( εὐφόρως Brunck) ; εὐμενῶς, εὐχερῶς φ., D.Ep. 3.45, Pl.R. 474e; these phrases are used mostly c. acc. rei; also c. part.,βαρέως ἤνεικε ἰδών Hdt.3.155
, cf. Ar.Th. 385, etc.;φ. ἐλαφρῶς.. λαβόντα ζυγόν Pi.P.2.93
;ῥᾳδίως φέρεις ἡμᾶς ἀπολείπων Pl. Phd. 63a
: c. gen.,τοῦ ἐνδεοῦς χαλεπώτερον φ. Th.1.77
, cf. 2.62;ἐπί τινι, χαλεπῶς φ. ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ X.HG7.4.21
, cf. Isoc.12.232;πράως ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις φ. D.58.55
: c. dat. only, βαρέως φέρειν τοῖς παροῦσι, τῇ ἀτιμίᾳ, X.An.1.3.3, HG3.4.9, cf. 5.1.29; later, χαλεπῶς φ. διά τι, πρός τι, D.S.17.111, Jul.Or.1.17c codd.IV bring, fetch,εἰ.. θεὸς αὐτὸν ἐνείκαι Od.21.196
;φ. ἄποινα Il.24.502
;ἄρνε 3
, 120, cf. Sapph.95; ὕδωρ, οἶνον, Anacr.62.1;ἔντεα Il.18.191
;τόξα Od.21.359
; ; , etc.;γῆν τε καὶ ὕδωρ Hdt.7.131
:—[voice] Med., carry or bring with one, or for one's own use,ποδάνιπτρα Od.19.504
;οἶνον Alc.35
, cf. Hdt.4.67, 7.50, X. Mem.3.14.1;φερνὰς δόμοις E.Andr. 1282
; fetch, Od.2.410;χοὰς ἐκ κρήνης S.OC 470
.2 bring, offer, present,δῶρα Od.8.428
, etc.;μέλος Pi.P.2.3
; ;φ. πέπλον δώρημά τινι S.Tr. 602
;πρός τινα δῶρα X.An.7.3.31
; χάριν τινὶ φ. grant any one a favour, do him a kindness, Il.5.211, Od.5.307, al.;ἐπὶ ἦρα φ. τινί Il.1.572
, Od.3.164, etc.; φ. τισὶ εὐνοίας, ὄνησιν ἀστοῖς, A.Supp. 489, S.OC 287; but after Hom., χάριν τινὶ φ. show gratitude to him, Pi.O.10(11).17; μῆνιν φ. τινί cherish wrath against.. A.Niob. in PSI11.1208.12.b = ἄγω iv. 1,ἄχρι νῦν καθ' ὥραν ἔτους λέγονται πένθος ἐπὶ Μελεάγρῳ φέρειν Ant.Lib.2.7
; Ἰάλεμος· ὁ ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσιν ἀνίαν φέρων, Suid.:—[voice] Med.,τοῦ γονέως ἐφ' ᾧ γε τὸ πένθος φέρεσθε Phalar.Ep.103.1
.3 bring, produce, cause, [ἀστὴρ] φέρει πυρετὸν βροτοῖσιν Il.22.31
;ὄσσαν.. ἥ τε φ. κλέος ἀνθρώποισι Od.1.283
, cf. 3.204; φ. κακόν, πῆμα, ἄλγεα, etc., work one woe, Il.8.541, Od.12.231, 427, etc.; δηϊοτῆτα φ. bring war, 6.203;ἐπ' ἀλλήλοισι φ. Ἄρηα Il.3.132
, cf. 8.516; ;θάνατον φ. B.5.134
;τοῦτο εὐδοξίαν σοι οἴσει Pl.Ep. 312c
; ;τέχναι.. φόβον φέρουσιν μαθεῖν A.Ag. 1135
(lyr.); ὥσπερ τὸ δίκαιον ἔφερε as justice brought with it, brought about, i.e. as was just, no more than just, Hdt.5.58;ἀν' ὄ κα φέρῃ ὁ λόγος ὁ ταμία Φιλοκλέος IG42(1).77.13
(Epid., ii B. C.); of a calculation, yield a result, Vett.Val.349.27; produce, adduce, bring forward,παραδείγματα Isoc.7.6
, etc.;πάσας αἰτίας D.58.22
;ἁρμόττουσαν εἰκόνα Id.61.10
:—[voice] Pass.,εἰς τὴν συνηγορίαν.. τοιαῦτά τινα φέρεται Sor.2.3
.4 μῦθον φ. τινί bring one word, Il.10.288, 15.202; ἀγγελίην φ. bring a message, ib. 175, Od.1.408;λόγον Pi.P.8.38
;ἐπιστολὰς φ. τινί S.Aj. 781
, cf. Tr. 493;ἐπιστολήν X.Ages.8.3
: hence, tell, announce, πευθώ, φάτιν, A.Th. 370, Ag.9;σαφές τι πρᾶγος Id.Pers. 248
(troch.), cf. Ag. 639, etc.; report, ἀγήν (breakages) PCair.Zen. 15r27 (iii B. C.); φ. κεχωνευκώς reports that he has.., ib.741.26, cf. 147.4, 268.24 (all iii B. C.); enter, book a payment made, PBaden47.12:—[voice] Med.,λόγους φ. E.Supp. 583
; but also ἀγγελίας ἔπος οἴσῃ thou shalt have it brought thee, receive, Id.Ph. 1546 (lyr.);μαντήϊα.. φέρονται Hes.Fr.134.9
:—[voice] Pass., θάνατον ἀνάγκη φέρεσθαι τοῦ διαθεμένου the death of the testator must be announced, Ep.Heb.9.16.5 pay something due or owing, φόρον τέσσαρα τάλαντα φ. pay as a tax or tribute, Th.4.57, cf. IG12.57.9, Pl.Plt. 298a, PCair.Zen.467.7 (iii B. C.);δασμόν X.An.5.5.10
; σύνοδον φ. subscribe to the expense of a meeting, IG22.1012.14, 1326.6;χρήματα πᾶσι τάξαντες φ. Th.1.19
;μισθὸν φ. X.Cyr.1.6.12
(but usu., receive, draw, pay,μισθὸν δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας Ar.Ach.66
; ;αἱ νῆες μισθὸν ἔφερον Th. 3.17
, cf. X.An.1.3.21, Oec.1.6);φ. ἐννέα ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους Lys.Fr.1.2
, cf. Lycurg.23; also of property, bring in, yield as rent,φ. μίσθωσιν τοῦ ἐνιαυτοῦ Is.5.35
.6 apply, refer, , Chrm. 163d, R. 478b, cf. Plb.3.36.7, al.; φ. τὰ πράγματα ἐπί τινα confer powers upon, Id.2.50.6.7 ψῆφον φ. give one's vote, A.Eu. 674, 680, And.1.2, Is.11.18; ψῆφος καθ' ἡμῶν οἴσεται ([voice] Pass.) E.Or. 440;περὶ ταύτης ἡ ψῆφος οἰσθήσεται D.44.45
;ὑπὲρ ἀγῶνος Lycurg.7
, cf. 11: hence φ. τινά appoint or nominate to an office,φ. χορηγόν D.20.130
, 39.7, cf. Pl.Lg. 753d, Arist.Pol. 1266a10:—[voice] Pass., ibid.; (ii B. C.);τῶν φερομένων ἐν Κλεοπάτρᾳ κληρούχων PRein.10.13
, al. (ii B. C.); φερομένου μου ἐν τῇ συνοχῇ since I am enrolled in prison, i.e. am in prison, BGU1821.21 (i B. C.):—[voice] Med., choose, adopt,ταύταν φ. βιοτάν E.Andr. 785
(lyr.).V bring forth, produce, whether of the earth or of trees,φ. ἄρουρα φάρμακα Od.4.229
;ἄμπελοι φ. οἶνον 9.110
; [νῆσος] φ. ὥρια πάντα ib. 131, cf. Hes.Op. 117; [οὐ] γῆ καρπὸν ἔφερε Hdt.6.139
;γύαι φ. βίοτον A.Fr.196.5
, cf. Pi.N.11.41, E.Hec. 593, etc.: abs., bear fruit, be fruitful,εὖτ' ἂν τάδε πάντα φέρῃσι h.Merc.91
; ἡ γῆ ἔφερε ( καρπόν add. codd. quidam) Hdt.5.82;αἱ ἄμπελοι φέρουσιν X.Oec.20.4
; also of living beings,τόπος ἄνδρας φ. Pl.Ti. 24c
;ἤνεγκεν αὐτὸν Λαοδίκεια Philostr. VS1.25.1
; one's country,Hld.
2.29, Lib.Or. 2.66, al., Chor.p.81 B., Lyd.Mag.3.26, dub. in Supp.Epigr.4.439 (Milet.) without Art. (alsoἡ ἐνεγκαμένη Jul.Ep. 202
); or Mother Earth, M.Ant.4.48: generally, create, form,Πηνειὸς Τέμπη φ. Philostr.Im.1.25
; [τὰ βρέφη] ἄρχεται φέρειν τοὺς ὀδόντας Aët.4.9
;φ. τοὺς κυνόδοντας Gp.16.1.14
.VI carry off or away,Κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι Il.2.302
;φ. τινὰ ἐκ πόνου 14.429
, 17.718, etc.; of winds, [ἔπος] φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι may the winds sweep away the word, Od.8.409; of a river, Hdt.1.189:—[voice] Med., carry off with one, Od.15.19.2 carry away as booty or prize, ἔναρα, τεύχεα, Il.6.480, 17.70;αἶγα λέοντε φ. 13.199
; δεῖπνον φ., of Harpies, A.Eu.51;ἐνέχυρα βίᾳ φ. Antipho 6.11
; in the phrase φέρειν καὶ ἄγειν (cf.ἄγω 1.3
), IG12.69.19; φέροντα ἢ ἄγοντα Lex ap.D.23.60;αἴ κα.. ἄγῃ ἢ φέρῃ Leg.Gort.5.37
;ἥρπαζον καὶ ἔφερον Lys.20.17
;κείρων ἢ φέρων IG12(9).90.10
(Tamynae, iv B. C.);αἴ τίς κα.. φέρει τι τῶν ἐν τᾷ ἱαρᾷ γᾷ Tab.Heracl.1.128
; of a divorced wife,αἰ δέ τι ἄλλο φέροι τῶ ἀνδρός, πέντε στατῆρανς καταστασεῖ κὤτι κα φέρῃ αὐτόν Leg.Gort.3.2
; φέρειν alone, rob, plunder, ;ἀλλήλους Th.1.7
; abs., SIG38.23 (Teos, v B. C.):—[voice] Pass.,φερόμενοι Βακχῶν ὕπο E.Ba. 759
:—[voice] Med. in same sense,ἔναρα Il.22.245
;πελέκεας οἶκόνδε φ. 23.856
;ἀτερπέα δαῖτα Od.10.124
, cf. 15.378.3 carry off, gain, esp. by toil or trouble, win, achieve, both [voice] Act. and [voice] Med.,ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος ἦ κε φεροίμην Il.18.308
;φέρειν τρίποδα Hes.Op. 657
; ; ; τἀριστεῖα, τὰ νικητήρια, Pl.R. 468c, Lg. 657e;πέρα.. οὐδὲν φ. S.OC 651
;ἐκ σοῦ πάντ' ἄνευ φόβου φ. Id.OT 590
; τίς.. πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει ἤ .. ; ib. 1190 (lyr.), cf. El. 1088 (lyr.); in bad sense,μείζω τὴν αἰσχύνην φ. Pl.Lg. 671e
: also, receive one's due,φ. χάριν S.OT 764
; ; μισθὸν φέρειν (v. supr. iv.5); of a priest's perquisites,φέρει ὁ ἱαρεὺς γέρη σκέλη κτλ. BMus.Inscr.968
A 9 ([place name] Cos), cf. IG12.24.10, al., SIG56.35 (Argos, v B. C.):—[voice] Med. (v. ad init.), win for oneself,κῦδος οἴσεσθαι Il.22.217
; δέπας, τεύχεα, carry off as a prize, 23.663, 809, al.; ἀέθλια or ἄεθλον φ. carry off, win a prize, 9.127, 23.413; τὰ πρῶτα φέρεσθαι (sc. ἄεθλα) 23.275, 538; ; of perquisites, τὸ.. σκέλος τοὶ ἱαρομνάμονες φερόσθω (i. e. φερούσθω from Φερόνσθω) IG42(1).40.13 (Epid., v/iv B. C.): henceοὐ τὰ δεύτερα Hdt.8.104
; πλέον φέρεσθαι get more or a larger share for onself, gain the advantage over any one, τινος Hdt.7.211, cf. S.OT 500 (lyr.), E.Hec. 308; ταῦτα ἐπὶ σμικρόν τι ἐφέροντο τοῦ πολέμου this they received as a small help towards the war, Hdt.4.129; ; ;χάριν φέρεσθαι παρ' ὑμῶν And.2.9
;φ. τὴν ἀπέχθειαν αὐτῶν Antipho 3.4.2
; ;εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς οἴσῃ S.El. 969
;δάκρυ πρὸς τῶν κλυόντων A.Pr. 638
;ἀπό τινος βοσκάν Id.Eu. 266
(lyr.);ἐξ ἀνανδρίας τοὔνομα Aeschin.1.131
: generally, get for one's own use and profit, take and carry away, esp. to one's own home,τοῦ.. πάμπρωτα παρ' ἀγλαὰ δῶρα φέροιο Il.4.97
: hence φέρειν or φέρεσθαι is often used pleon., v. infr. xi.VII abs., of roads or ways, lead to a place,ὁδὸν φέρουσαν ἐς ἱρόν Hdt.2.122
, cf. 138; τὴν φέρουσαν ἄνω (sc. ὁδόν) Id.9.69;τῆς μὲν ἐς ἀριστερὴν ἐπὶ Καρίης φ., τῆς δὲ ἐς δεξιὴν ἐς Σάρδις Id.7.31
;ἐπὶ Σοῦσα X.An.3.5.15
; ;ἡ ἐς Θήβας φέρουσα ὁδός Th.3.24
(but ἡ ἐπ' Ἀθηνῶν φέρουσα ibid.); also ἡ θύρα ἡ εἰς τὸν κῆπον φ. the door leading to the garden, D.47.53; αἱ εἰς τὴν πόλιν φ. πύλαι, αἱ ἐπὶ τὸ τεῖχος φ. κλίμακες, X.HG7.2.7, cf. PMich.Zen.38.27 (iii B. C.), Plb.10.12.3.2 of a district or tract of country, stretch, extend to or towards, φέρειν ἐπί orἐς θάλασσαν Hdt.4.99
; ἐς τὴν μεσόγαιαν ib. 100;πρὸς νότον Id.7.201
; ἡ ἀπὸ δυσμῶν αὐτῆς (sc. τῆς Κιμβρικῆς)καὶ ἐπὶ τὸν Ἄλβιν φέρουσα Ptol.Geog.2.11.2
, cf. 3.3 metaph., lead to or towards, be conducive to,ἐς αἰσχύνην φέρει Hdt.1.10
;τὰ ἐς ἄκεσιν φέροντα Id.4.90
; ἐς βλάβην, ἐς φόβον φέρον, S.OT 517, 991; : esp. in good sense, tend, conduce to one's interest, ἐπ' ἀμφότερά τοι φέρει (impers.)ταῦτα ποιέειν Hdt.3
. 134; soτὰ πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα X.Mem.4.2.31
;τροφαὶ μέγα φ. εἰς ἀρετάν E.IA 562
(lyr.); μέγα τι οἰόμεθα φέρειν (sc. κοινωνίαν γυναικῶν τε καὶ παίδων)εἰς πολιτείαν Pl.R. 449d
; τὰ καλὰ ἐπιτηδεύματα εἰς ἀρετῆς κτῆσιν φ. ib. 444e, cf. X.Cyr.8.1.42; τοῦτο ἔφερεν αὐτῷ was for his good, M.Ant.5.8.b point to, refer to a thing,ἐς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; Hdt.1.120
; φωνὴ φέρουσα πρός τινα addressed to him, Id.1.159; , cf. 6.19; [ὄψις] φέρει ἐπὶ πᾶσαν γῆν refers to.., extends over.., Id.7.19; τὰ ἴχνη τῆς ὑποψίας εἰς τοῦτον φ. point to him, Antipho 2.3.10;πρός τινας Pl.R. 538c
;ταύτῃ <ὁ> νόος ἔφερε Hdt.9.120
; ἡ τοῦ δήμου φέρει γνώμη, ὡς .., the people's opinion inclines to this, that.., Id.4.11;ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Th.1.79
: c. inf., τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν whose opinion inclined to giving battle, Hdt.6.110, cf. 5.118; πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι his opinion inclined rather to the view.., Hdt.8.100, cf. 3.77.VIII carry or have in the mouth, i. e. speak of,πολύν τινα ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρειν Aeschin.3.223
; use a word,οὐκ οἶδα καθ' ὁποτέρου τούτων οἱ παλαιοὶ τὸ τῆς ζειᾶς ἔφερον ὄνομα Gal.Vict.Att.6
, cf. 7.644, 15.753, 876; record an event,οἱ δευτέρῳ μετὰ τὴν ἔξοδον.. ἔτει φέροντες αὐτήν D.H.1.63
: more freq. in [voice] Pass., πονηρῶς, εὖ, φέρεσθαι, to be ill or well spoken of, X.HG1.5.17, 2.1.6;ἀτίμως ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων φ. Pl.Ep. 328e
; abs., φέρεται [the report] is carried about, i.e. it is said, c. acc. et inf.,τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίνεσθαι Hdt.8.104
(v.l.); ἐν χρόνοις φέρεται μνημονευομένοις is recorded as occurring within historical times, Str.1.3.15;ὅτε καὶ Δημόκριτος φέρεται τελευτήσας Sor.Vit.Hippocr.11
;κρίνομεν.. τὰ γραφέντα ὑφ' ἡμῶν προστάγματα ἐν τοῖς ἱεροῖς νόμοις φέρεσθαι παρ' ὑμῖν OGI331.60
(Pergam., ii B. C.); are in use,Ptol.
Geog.7.4.11; of literary works, to be in circulation,ἐπιστόλιον αὐτοῦ τοιοῦτον φέρεται Plu.2.808a
, cf. 209e, 832d, 833c, al., Jul.Or.6.189b, Gp.2.35.8, Eun.VSp.456 B.; πρόλογοι διττοὶ φέρονται Arg.E.Rh.; ὁ στίχος οὗτος ἔν τισιν οὐ φέρεται Sch.E. Ph. 377, cf. Sch.Il.8.557.2 of words, φέρεσθαι ἐπί τι to refer to something, A.D.Pron.61.5, Synt.21.14, al.1 before another imper.,φέρε γὰρ σήμαινε A.Pr. 296
(anap.);φέρ' εἰπὲ δή μοι S.Ant. 534
;φ. δή μοι τόδε εἰπέ Pl.Cra. 385b
; soφέρετε.. πειρᾶσθε Hdt.4.127
.2 before [ per.] 1sg. or pl. of subj. used imperatively, φέρε ἀκούσω, φέρε στήσωμεν, Hdt.1.11,97;φ. δὲ νῦν.. φράσω Id.2.14
;φέρ' ἴδω, τί δ' ἥσθην; Ar.Ach.4
;φέρε δὴ κατίδω Id. Pax 361
, cf. 959; φ. δὴ ἴδωμεν, φ. δὴ σκεψώμεθα, Pl.Grg. 455a, Prt. 330b, cf. E.Or. 1281 (lyr.), Ph. 276, etc.: less freq. before 2 pers.,φέρε.. μάθῃς S.Ph. 300
.3 before a rhetorical question,φέρε.. τροπαῖα πῶς ἀναστήσεις; E.Ph. 571
;φ. δὴ νῦν.. τί γαμεῖθ' ἡμᾶς; Ar.Th. 788
(anap.), cf. Ach. 541, Pl.R. 348c; φ. μῶν οὐκ ἀνάγκη .. ; Id.Lg. 805d; φ. πρὸς θεῶν πῶς .. ; Id.Grg. 514d; freq. in phraseφέρε γάρ, φέρε τίς γὰρ οὗτος; Ar.Nu. 218
;φ. γὰρ πρὸς τίνας χρὴ πολεμεῖν; Isoc.4.183
, cf. Antipho 5.36; alsoφ. δή Pl.Grg. 455a
, al.: usu. first in a sentence, butτὴν ἀνδρείαν δὲ φ. τί θῶμεν; Id.Lg. 633c
, etc.5 φέρε c. inf., suppose, grant that..φ. λέγειν τινά Plu.2.98b
; φ. εἰπεῖν let us say, D.Chr.31.93, 163, Porph.Abst.3.3;οἷον φ. εἰ. Iamb. in Nic.p.47
P., al. ( οἷον φέρε alone, Hierocl. in CA11p.439M.).X part. neut. τὸ φέρον, as Subst., destiny, fate, τὸ φ. ἐκ θεοῦ [καλῶς] φέρειν [χρή] ye must bear nobly what heaven bears to you, awards you, S.OC 1693 (lyr., codd., sed secl. καλῶς, χρή); εἰ τὸ φερον σε φέρει, φέρε καὶ φέρου AP 10.73
(Pall.).2 part. φέρων in all genders freq. joined with another Verb:a to express a subsidiary action, φέρων ἔδωκε he brought and gave, Od.22.146; δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων take this and give it him, 17.345; ἔγχος ἔστησε φέρων brought the spear and placed it, 1.127; σῖτον παρέθηκε φέρουσα ib. 139, al., cf. S.Tr. 622;τοῦτο ἐλθὼν οἴκαδε φέρων τῷ πατρὶ ἔδωκα Pl.Hp.Ma. 282e
, cf. R. 345b; soὁ μὲν Ἐπίχαρμον.. εἰς δέκα τόμους φέρων συνήγαγεν Porph.Plot. 24
; ἑκάστῃ ἐννεάδι τὰ οἰκεῖα φέρων συνεφόρησα ibid., etc.; sts. translatable by with,ᾤχοντο φέροντες τὰ γράμματα Th.7.8
.b intr., in pass. sense, to denote unrestrained action,νῦν σε μάλ' οἴω.. φέροντα.. φιλητεύσειν h.Merc. 159
; φέρουσα ἐνέβαλε νηΐ φιλίῃ she went and rammed, rammed full tilt, Hdt.8.87; ὅταν ἐπὶ θάτερ' ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς, οἴχεται φέρον down it sinks, D.5.12;τὰ μὲν ἄλλα μέρη τοῦ πολέμου παρῆκαν, φέροντες δὲ παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν
hurling themselves,Plb.
1.17.8;εἰς τοῦτο φέρων περιέστησε τὰ πράγματα Aeschin.3.82
; ὑπέβαλεν ἑαυτὸν φέρων Θηβαίοις ib.90, cf. 1.175, 3.143,146; in the foll. passages φέρων accompanies a Verb of throwing, giving, entrusting, or dedicating, and expresses wholehearted action, whether wise or unwise; there is always an accus., freq. of the reflex. Pron., governed by the principal Verb (or perh. by φέρων): ἐπεὶ ἐς τοὺς κρατῆρας ἐμαυτὸν φέρων ἐνέβαλον (sc. ὁ Ἐμπεδοκλῆς ) when I went (or took) and threw myself.., Luc.Icar.13, cf. Fug.1, Plu.Comp.Arist. Cat.1, Fab.6, Per.12, Paus.1.30.1, Ael.VH8.14, Frr.10,69, Philostr. VA3.4;τὴν κατασκευὴν.. φέρων ἐδωρήσατο τῇ μητρί D.S.31.27
, cf. Ach.Tat.1.7;σεαυτὸν.. φέρων ἀπημπόληκας Luc.Merc.Cond.24
;τί παθόντες.. τοῖς ἀτέκνοις τῶν γερόντων ἐσποιεῖτε φέροντες αὑτούς; Luc. DMort.6.3
, cf. Ind.19, Laps.22; ταύτῃ (sc. τῇ ὀργῇ)φέρων ὑπέθηκεν ἑαυτόν Plu.Them.24
, cf. Per.7; , cf. Luc.6, Pomp.27, Ael.VH6.1, Max.Tyr.1.2;προσέθετο φέρων ἑαυτὸν ἐκείνῳ Eun.VS p.456
B., cf.pp.461,465 B., Dam. ap. Suid. s.v. Σεβηριανός; ἀλλὰ σοὶ μὲν, ὦ θεῶν πάτερ, ἐμαυτὸν φέρων ἀναθήσω Jul.Or.7.231b.3 ἔκκρισις.. ἐκ μικρῶν φέρουσα διαστημάτων occurring at short intervals, Sor.2.45.XI φέρειν, φέρεσθαι are freq. added epexegetically to δίδωμι and similar Verbs,δῶκεν.. τρίποδα φέρειν Il.23.513
, cf. 16.665, 17.131;τεύχεα.. δότω φέρεσθαι 11.798
, cf. Od.21.349, E.Tr. 419, 454(troch.).B [voice] Pass. is used in most of the above senses:—special cases:I to be borne or carried involuntarily, esp. to be borne along by waves or winds, to be swept away, φέρεσθαι ἀνέμοισι, θυέλλῃ, Od.9.82, 10.54, cf. A.Pers. 276 (lyr.), etc.; πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, of Hephaestus falling from Olympus, Il.1.592; ἧκε φέρεσθαι he sent him flying, 21.120; ἧκα πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι I let go my hands and feet, let them swing free [in the leap], Od.12.442, cf. 19.468; μέγα φέρεται πὰρ σέθεν, of a word uttered, comes with weight, Pi.P.1.87;βίᾳ φέρεται Pl.Phdr. 254a
;πνεῦμα φερόμενον Id.R. 496d
;τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀναπνοὰς εἴσω τε καὶ ἔξω φέρεται Gal.16.520
;ῥεῖν καὶ φέρεσθαι Pl.Cra. 411c
;φ. εἰς τὸν Τάρταρον Id.Phd. 114b
; simply, move, go,ποῖ γᾶς φέρομαι; S.OT 1309
(anap.); , cf. E.Hec. 1076 (anap.), etc.; of the excreta,τὰ φερόμενα.. εἰ μὲν αὐτομάτως φέροιτο Philum.
ap. Aët.9.12;πρὸς κοιλίαν φερομένην Aët.4.19
: metaph.,εἰς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr. 729
;πρὸς τὴν τοῦ κάλλους φύσιν Pl.Phdr. 254b
, cf. X.Mem.2.1.4; ἐπὶ ταὐτὸ φέρονται have the same tendency, Phld.Vit.p.42 J.;ἀπὸ δογμάτων καὶ ἀπὸ θεωρημάτων φ. Vett.Val.238.30
; of veins, to be conveyed, Gal.15.531; also ἡ φερομένη οὐσία (the doctrine of) universal motion, Pl.Tht. 177c; οἱ φερόμενοι θεοί the moving gods, i. e. the stars and planets, Plot.2.3.9.2 freq. in part. with another Verb of motion, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας they fell into their hands with a rush, at full speed, Hdt.8.91;ἀπὸ.. ἐλπίδος ᾠχόμην φερόμενος Pl.Phd. 98b
;ἧκε φερόμενος εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Aeschin.3.89
.3 of voluntary and impulsive motion,ἰθὺς φέρεται μένει Il.20.172
; ὁμόσε τινὶ φέρεσθαι come to blows with him, X.Cyn.10.21;δρόμῳ φ. πρός τινα Id.HG4.8.37
;φυγῇ εἰς ἑαυτοὺς φ. Id.Cyr.1.4.23
;ἥξει ἐπ' ἐκεῖνον τὸν λόγον φερόμενος Lycurg.59
;φερόμενος ὑπ' ὀργῆς D.H.Comp.18
.II metaph., καλῶς, κακῶς φέρεσθαι, of things, schemes, etc., turn out, prosper well or ill, succeed or fail,οὔτ' ἂν.. νόμοι καλῶς φέροιντ' ἄν S.Aj. 1074
;κακῶς φ. τὰ ἑαυτοῦ X.HG3.4.25
;εὖ φέρεται ἡ γεωργία Id.Oec.5.17
; ὀλιγώρως ἔχειν καὶ ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι to neglect things and let them take their course, D.8.67; less freq. of persons, fare well or ill, εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις being generally successful.., Th.5.16, cf. 15;καλῶς φερόμενος τὸ καθ' ἑαυτόν Id.2.60
;φ. ἐν προτιμήσει παρά τινι D.S.33.5
;χεῖρον φερομένη παρὰ τἀδελφῷ J.AJ16.7.6
; of euphonious writing,σύνθεσις καλῶς φερομένη Phld.Po.5.26
.2 behave, ὑποκριτικῶς, ἀστάτως, etc., Vett.Val.38.20, 197.8, al.C [voice] Med.: for its chief usages, v. supr. A. VI. 3. -
51 ἀνάγκη
A force, constraint, necessity,κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀ. Il.6.458
; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει ib.85;ἀναγκαίῃ πολεμίζειν 4.300
;τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν; 5.633
; οἷσιν ἀ. (sc. φυλάσσειν) 10.418, al.: but in Hom. usu. in dat. as Adv., ἀνάγκῃ perforce, of necessity,ἀείδειν Od.1.154
;φεύγειν Il.11.150
: in act. sense, forcibly, by force, ἴσχειν, ἄγειν, Od.4.557, 22.353;μνήσασθαι 7.217
: strengthd. by καί, 10.434;ὑπ' ἀνάγκης 19.156
; opp. ἑκόντες, Pl.Phdr. 231a;ὑπ' ἀναγκαίης Hdt.7.172
, al.;ἐξ ἀνάγκης S.Ph.73
, Th.3.40, etc.;δι' ἀνάγκης Pl.Ti. 47e
;σὺν ἀνάγκᾳ Pi.P.1.51
;πρὸς ἀνάγκαν A.Pers. 569
codd. (lyr.), cf. Epict.Ench.29.2;κατ' ἀνάγκην X.Cyr.4.3.7
: ἀνάγκη ἐστί, c. inf., it must be that.., is necessary that.., cf. Il. supr. cit.;πᾶσα ἀ. ἐστὶ ὗσαι Hdt.2.22
; τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία ἀ., τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα ἀ. ib.35: c. dat. pers.,ἀ. μοι σχεθεῖν A.Pr.16
, cf. Pers. 293:—in Trag. freq. in answers and arguments, πολλή γ' ἀνάγκη, πολλή' στ' ἀνάγκη, or πολλή μ' ἀνάγκη, with which an inf. may always be supplied, E.Med. 1013, Hec. 396, S.Tr. 295; soπᾶσ' ἀνάγκη El. 1497
, cf. Pl.R. 441d; ἀνάγκη μεγάλη [ἐστί] ib. 485e, Is.3.6, D.28.9;ἐν ἀνάγκῃ ἐστί Lys.6.8
: later ἀνάγκην ἔχω, c. inf., Ev.Luc. 14.18.2 necessity in the philosophical sense, Arist.APo. 94b37, Metaph. 1026b28, Ph. 199b34; logical necessity, Metaph. 1064b33: in pl., laws of nature,τίσιν ἀνάγκαις ἕκαστα γίγνεται τῶν οὐρανίων X. Mem.1.1.11
, cf. Hp.Aër.21.b natural need,γαστρὸς ἀνάγκαις A.Ag. 726
, cf. Ar.Nu. 1075, X.Cyn.7.1;ὑπ' ἀ. τῆς ἐμφύτου Pl.R. 458d
; ἐρωτικαῖς ἀ. ib., etc.d ἀνάγκη δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, fate, destiny, E.Ph. 1000, 1763: freq. personified in Poets, Parm.8.30, Emp.116, A.Pr. 105, S.Fr. 256;Ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon.5.21
.b violence, punishment, esp. of torture, mostly pl.,ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Hdt.1.116
, cf. Antipho 6.25, Herod.5.5;προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Th.1.99
; τὰ πρὸς ἀνάγκας ὄργανα instruments of torture, Plb.15.28.2: later in sg.,ἡ ἀ. τῶν βασάνων Plu.2.305e
; under torture,Id.
Publ.17: metaph., Hp. de Arte13; δολοποιὸς ἀ., i. e. the stratagem of Nessus, S.Tr. 832;βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch.1.9
.c duress, 'force majeure',ὅρκους οὓς ποιέονται ἐν ἀνάγκῃ ὄντες Democr.239
; stress of circumstances,ἀκούσιοι ἀ. Th.3.82
.4 bodily pain, anguish, painfully,S.
Ph. 206 (lyr.); ὑπ' ἀνάγκης βοᾶν ib. 215;ὠδίνων ἀνάγκαι E.Ba.89
(lyr.): generally, distress,ἐν ἀνάγκαις γλυκὺ γίνεται καὶ τὸ σκληρόν Simon.226
; freq. in LXX, Jb.15.24, al.;ἡ ἐνεστῶσα ἀ. 1 Ep.Cor.7.26
: esp. in pl., IG12 (7).386.23 (Amorgos, iii B. C.), D.S.4.43, 2 Ep.Cor.6.4, etc.II tie of blood, kindred, Lys.32.5.III = ἡ δικαστικὴ κλεψύδρα, Hsch. -
52 ἴσος
ἴσος, η, ον, [dialect] Ep. [full] ἶσος and [full] ἔϊσος (v. infr.); Cret., Arc. [full] ϝίσϝος GDI 4998ii2, 4982.2, Schwyzer665, cf. γισγόν· ἴσον, Hsch.; later [full] ἵσος Schwyzer 708a (1) (Ephesus, iv B.C.), Tab.Heracl.1.175, etc.:—A equal in size, strength, or number, c. dat.,κύματα ἶσα ὄρεσσιν Od.3.290
, etc.; freq. of appearance, like,ἶσος ἀναύδῳ 10.378
;ἶσος Ἄρευι Sapph.91
(dub.); ἴσος θεοῖσιν Ead.2.1: freq.abs.,ἴσην.. βίην καὶ κῦδος Il.7.205
; ἶσον θυμὸν ἔχειν to be of like mind, 13.704, 17.720: neut. as Adv.,ἶσον ἐμοὶ φρονέουσα 15.50
; , cf. 21.315, etc.; ἴσος τινὶ τὸ μέγαθος, ὕψος, Hdt.2.32, 124; τὸ μῆκος, τὸ πλάτος, X.An. 5.4.32; ; ἴσα τὸν ἀ. Pl.R. 441c; ποτὴν ἴσον equal in flight of song, Alex.Aet.5.5; ἴσον, τό, copy of a document, PLond. 3.1222.5 (ii A.D.), etc.: with dat. pers. in place of an object of comparison, οὐ μὲν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας (i.e. τῷ σῷ γέραϊ) Il.1.163; τοῖσδ' ἴσας ναῦς (i.e. ταῖς τῶνδε) E.IA 262(lyr.); : folld. by a relative word, ἐμοὶ ἴσον.., ὅσονπερ ὑμῖν the same to me as to you, Ar.Ec. 173;τὰ ἐκεῖ ἴσα, ὥσπερ τὰ ἐνθάδε Lys.19.36
codd. (fort. σᾶ) ; τὰ ἴσα ὅσαπερ.. Lex ap.D.23.44;ἴσον.. ὅπερ Pl.Erx. 405b
.2 repeated to denote equal relations, ἴσα πρὸς ἴσα tit for tat, Hdt.1.2;ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους S. Ant. 142
(anap.);ἴσους ἴσοισι.. ἀντιθείς E.Ph. 750
;ἴσα ἀντὶ ἴσων λαμβάνειν, ἐκδοῦναι Pl.Lg. 774c
; ἴσος ἴσῳ (sc. οἶνος ὕδατι) Cratin.184, Com.Adesp.107, etc.; κύλικος ἴσον ἴσῳ κεκραμένης (where ἴσον is adverbial) Ar.Pl. 1132;διδόναι γάλα καὶ οἶνον πίνειν ἴσον ἴσῳ Hp. Epid.2.5.1
: metaph., 'fairly blended',μηδὲν ἴσον ἴσῳ φέρων Ar.Ach. 354
.3 of persons, equal in rights,βούλεται ἡ πόλις ἐξ ἴσων εἶναι καὶ ὁμοίων Arist.Pol. 1295b25
; ἡ πολιτικὴ ἐλευθέρων καὶ ἴσων ἀρχή ib. 1255b20; τὸ κατ' ἀξίαν ἴ. ib. 1307a26, al.II equally divided or distributed,ἴση μοῖρα Il.9.318
; ἴση alone, one's equal share,μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης Od.9.42
( ἴσσης cj. Fick, cf. ἴσσασθαι); τὴν ἴ. ἔχων Cratin.250
; οὐ μὴν ἴ. ἔτεισεν (sc. τίσιν) S.OT 810; ἄχρι τῆς ἴ. up to the point of equality, D.5.17: neut.,μὴ ἴσον νεῖμαι ἑκατέρῳ Pl.Prt. 337a
;οὐ μόνον ἴσον, ἀλλὰ καὶ πλέον ἔχειν Isoc.17.57
; οὐκ ἀνέξῃ δωμάτων ἔχων ἴσον καὶ τῷδε νεῖμαι; E.Ph. 547; τὰ ἴσα fair measure,τὰ ἴ. νέμειν Hdt. 6.11
; μὴ ἴσων ἕκαστον τυγχάνειν ἀλλὰ πλεονεκτεῖν, X.Cyr.2.2.20; προστυχεῖν τῶν ἴ. to obtain fair terms, S.Ph. 552; κἂν ἴσαι (sc. ψῆφοι) γένωνται equally divided, Ar.Ra. 685.2 based on equality of rights,ἴ. καὶ ἔννομος πολιτ εία Aeschin.1.5
; ; τὰ ἴ. equal rights, equality, freq. joined with τὰ ὅμοια orτὰ δίκαια, ὡς τῆς πολιτείας ἐσομένης ἐν τοῖς ἴ. καὶ ὁμοίοις X.HG7.1.45
;τῶν ἴ. καὶ τῶν δικαίων ἕκαστος ἡγεῖται ἑαυτῷ μετεῖναι ἐν τῇ δημοκρατίᾳ D.21.67
; οὐ μέτεστι τῶν ἴ. οὐδὲ τῶν ὁμοίων πρὸς τοὺς πλουσίους τοῖς λοιποῖς ib.112; τῶν ἴ. μετεῖχε τοῖς ἄλλοις ib.96; also ἡ ἴ. καὶ ὁμοία (sc. δίκη), τῆς ἴ. καὶ ὁμοίας μετέχειν Th.4.105
; ἐπ' ἴ. τε καὶ ὁμοίῃ on fair and equal terms, Hdt.9.7, ά, cf. Th.1.145; ἐπὶ τῇ ἴ. καὶ ὁμοίᾳ ib.27, cf. SIG312.27 (Samos, iv B.C.), OGI229.44 (Smyrna, iii B.C.), etc.: generally, just, fair, ἐκ ποίας ἴ. καὶ δικαίας προφάς εως; D.18.284.3 of persons, fair, impartial, S.Ph. 684(lyr.), OT 677;ἴ. δικαστής Pl.Lg. 957c
;ἴ. καὶ κοινοὶ ἀκροαταί D.29.1
, cf. 18.7;ἴ. καὶ κοινὸν δικαστήριον Id.7.36
;κοινοὺς μὲν.., ἴ. δὲ μή Pl.Prt. 337a
;ἴ. ἴσθι κρινων Men.Mon. 266
, cf. 257;κριταὶ ἴ. καὶ δίκαιοι Plb.24.15.3
, etc.4 adequate,ἡ ἴ. φρουρά Th.7.27
(expld. by Sch. as regular, τεταγμένη) ; ἴσος τοῖςπαροῦσι Id.1.132
.III of ground, even, flat, εἰς τὸ ἴ. καταβαίνειν, of an army, X.An.4.6.18 (but ἐν ἴσῳ προσιέναι to advance with even step, ib.1.8.11); λέουσιν εἰς τὸ ἴ. καθιστάμενοι μάχεσθαι, opp. μετὰ πλεονεξίας ἀγωνίζεσθαι, on even terms, Id.Cyr.1.6.28; ἴ. τοῖχος, opp. κεκλικώς, perpendicular, Phlp.in APo.2.27.IV Adv. ἴσως (v. sub voc.): but also,1 neut. sg. and pl. from Hom. downwds. (v. sub init.), ἶσον.. ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ even as Death, Il.3.454; ἶσον ἐμοὶ βασίυε be king like me, 9.616; ἶσον γάρ σε θεῷ τίσουσιν Ἀχαιοί ib. 603;ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ 18.82
;τὸν.. ἶσα θεῷ.. εἰσορόωσιν Od.15.520
;ἶσα φίλοισι τέκεσσι Il.5.71
, cf. 13.176, Od.1.432, 11.304, etc.: later abs., alike, ; : c. dat.,ἴσον ναοῖς θεῶν E.Hel. 801
; ἴσον ἄπεσμεν τῷ πρίν equally as before, Id.Hipp. 302 (v.l. τῶν πρίν); ἴσα τοῖς πάνυ D.C.Fr.70.6
; ἴσα καί.. like as, as if, S.OT 1187(lyr.), E.El. 994 (anap.), Th.3.14; ; ὥσπερ .. S.El. 532;ὥστε.. E.Or. 882
;ἅτε.. Id.HF 667
(lyr.);ὅσονπερ.. D.15.1
.2 with Preps.: ἀπὸ τῆς ἴσης equally, Th.1.15;ὁ ἀπὸ τῆς ἴ. ἐχθρός Id.3.40
;ἀπ' ἴσης εἶναι D.14.6
; (Teos, iii B.C.);δι' ἴσου D.C.43.37
; at equal distance, Pl.R. 617b: also in Math., ex aequali, of proportions, Euc.5 Def.17, al.; δι' ἴ. ἐν τεταραγμένῃ ἀναλογίᾳ ex aequali in disturbed proportion, Archim. Sph.Cyl.2.4,al., Papp.932.11; ἐν ἴσῳ equally, Th.2.53, 4.65; ἐν ἴσῳ ἐστί it matters not, E.IA 1199;ἐν ἴσῳ [ἐστὶ] καὶ εἰ.. Th.2.60
;ἐν τῷ ἴσῳ εἶναι Id.4.10
; : more freq.ἐξ ἴσου Hdt.7.135
, S.OT 563, etc.;ἐξ ἴ. τινί Id.Ant. 516
, 644, Antipho 5.1, Pl.Grg. 517a; evenly,εὐθεῖα γραμμή ἐστιν ἥτις ἐξ ἴ. τοῖς ἐφ' ἑαυτῆς σημείοις κεῖται Euc. 1
Def.4;ἐξ ἴ. καὶ.. S.OC 254
;ὡς.. Id.OT61
; οἱ ἐξ ἴ. persons of equal station, Pl.Lg. 777d, cf. 919d;ὁ ἐξ ἴ. κίνδυνος Plb.9.4.4
;ἐκ τοῦ ἴ. γίγνεσθαί τινι Th.2.3
;τοῖς ἐκ τοῦ ἴσου ἡμῖν οὖσι X.Hier.8.5
; ; ἐκ τοῦ ἴ. μάχεσθαι to be evenly matched, X.HG2.4.16;ἐξ ἴ. πολεμεῖν D.8.47
; κατὰ μῆνα τὸ αἱροῦν ἐξ ἴ. the sum due in equal monthly instalments, PAmh.2.92.14, etc.; ἐπὶ orἐπ' ἴσης, ἐπὶ ἴ. διαφέρειν τὸν πόλεμον Hdt.1.74
;τοῦτο ἐπ' ἴσης ἔχει Id.7.50
, cf. S.El. 1062(lyr.), etc.;ἐπ' ἴσου Plb.1.18.10
;ἐπ' ἴσον Id.6.38.4
, cf. Docum. ap. D.18.106, Phld.Ir.p.21 W.;ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο Il.12.436
; cf.κατὰ ἶσα μάχην ἐτάνυσσε 11.336
;κατ' ἴσον Dsc.1.68.6
, Gal.UP1.19; μετ' ἴσου equally, Demetr.Lac.Herc.124.12.V [comp] Comp. , Th.8.89, X.HG7.1.14: [comp] Sup. ἰσότατος Timo 68;ἰσαίτατος Ph.1.462
. Adv.ὡς ἰσαίτατα Pl.Lg. 744c
, butὡς ἰσότατα SIG531.30
([place name] Dyme). [[pron. full] ῑ in early [dialect] Ep. (exc. Hes.Op. 752), cf. Sol.24.1: [pron. full] ῐ first in Thgn.678, Sapph.2.1 (but ἶσος Ead.91 s.v.l.), B. 5.46 (butἶσον 1.62
, Fr.2.2), and always in Pi. (exc. in compd. ῑσοδαίμων) and Trag. (A.Fr. 216 is dub. l.) exc. in compd. ῑσό-θεος (q.v.); dub. in ἰς-όνειρος. Both quantities are found in later poetry, sts. in same line,ἔχοισαν ἴσον κάτω, ἶσον ἄνωθεν Theoc.8.19
;πρέσβυν ἴσον κούροις, ἶσον ἁδόντα κόραις APl.4.309
.] -
53 ἐξοχή
ἐξοχή, ῆς, ἡ (ἐξέχω ‘stand out, project from’) from ‘someth. that projects from a surface’ (e.g. Diod S 5, 30 embossed figures on shields; Theod. Job 39:28; Sym. SSol 2:14 and Jer 13:4; Jos., Ant. 3, 135; 231) it is a short step to the idea of having special status, prominence (cp. the sense ‘excellence, advantage’ Cicero, Ad Att. 4, 15, 7; Vett. Val. 17, 23 and κατʼ ἐξοχήν ‘par excellence’ Strabo 1, 2, 10; Philo, Leg. All. 1, 106; SIG 810, 16 [55 A.D.]; OGI 764, 52 [II B.C.]) ἄνδρες οἱ κατʼ ἐ. τῆς πόλεως the most prominent men of the city Ac 25:23.—DELG s.v. 1 ἔχω 4. M-M. -
54 ἔχθρα
ἔχθρα, ἡ, die Feindschaft, der Haß; πρὸς ἀλλήλους τίνες ἔχϑραι Aesch. Prom. 490; μὴ γάρ σε ϑρῆνος ὁὐμὸς εἰς ἔχϑραν βάλῃ, 388. 440, dir Haß zuziehe; Soph. Ai. 1336; Pind. P. 4, 145; κατ' ἔχϑραν τινός, aus Feindschaft, Haß gegen Einen, Ar. Pax 133; ἡ τῶν Λακεδαιμονίων ἔχϑρα, gegen die Laced., Thuc. 7, 57; ἡ ἔχϑρη – ἡ προοφειλομένη ἐς Ἀϑηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων ἐγένετο Her. 5, 82 (vgl. auch ἔχω); τὴν ἔχϑραν ἐς τοὺς 'Αργείους ἐποιήσαντο Thuc. 2, 68, wo auch ἔχϑρα πρὸς τοὺς Ἀργείους gesagt ist; ἔχϑραν συμβάλλειν, συνάπτειν τινί, sich die Feindschaft Imds zuziehen, Eur. Med. 44 Heracl. 459, auch αἴρεσϑαι, Dem. 21, 132; ἔχϑρα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς πρὸς ἀλλήλους Plat. Euth. 7 b; εἰς ἔχϑραν ἐλϑεῖν, in Feindschaft gerathen, Phaedr. 256 d; πολλὴν εἰς ἔχϑραν καϑίστανται ἀλλήλοις Polit. 307 d; καταστήσαντες ὑμᾶς ἐς ἔχϑραν τῷ δήμῳ, nachdem sie euch der Volkspartei verfeindet haben, Xen. Hell. 3, 5, 9; ἔχϑραν ἔχειν πρός τινα, Feindschaft gegen Jem. hegen, Dem. 19, 222. Ueber δι' ἔχϑρας γίγνεσϑαι u. μολεῖν s. διά, vgl.Eur. Phoen. 479; - τὰς πρὸς ήμᾶς ἔχϑρας διαλύεσϑαι Isocr. 4, 15, vgl. Thuc. 4, 19, die Feindschaft aufheben, beilegen, wie λύειν, Eur. Tr. 50; auch ἐκβαλεῖν, 59; καταλλάσσεσϑαι τὰς ἔχϑρας, Her. 7, 145; ἔχϑρας πρὸς ἀλλήλους ἀνείλοντο Is. 1, 9; – μήτε πρὸς ἔχϑραν μηδένα ποιεῖ σϑαι λόγον μήτε πρὸς χάριν Dem. 8, 1.
-
55 никакой
никак||о́ймест. κανένας, κανείς, οὐδείς:\никакой книги не купил δέν ἀγόρασα κανένα βιβλίο· \никакойие преследования, \никакойие угрозы его не сломили ὁϋτε οἱ διώξεις, ὁὔτε οἱ ἀπειλές μπόρεσαν νά τόν λυγίσουν \никакоййм образом ἐπ' ούδενί λόγω, κατ' οὐδένα τρόπο· не иметь \никакойого представления δέν ἔχω καμιά ἰδέα· \никакойого сомнения δέν ὑπάρχει καμμιά ἀμφιβολία. -
56 отношение
отношени||ес1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο. -
57 себя
себя(себе, собой, собою) мест, воэвр. ἐαυτόν, ἐαυτήν:брать на \себя что́-л. ἀναλαμβάνω κάτι· познай самого́ \себя γνώθι σαυτόν написать от \себя γράφω ἐκ μέρους μου· поставить себе цель βάζω σκοπό μου· пригласить к себе προσκαλώ σπίτι μου· они́ недовольны собой δέν εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπ' τόν ἐαυτό τους· он много рассказывал о себе διηγούνταν πολλά γιά τόν ἐαυτό του· ◊ вне \себя ἔξω φρενών приходить в \себя συνέρχομαι· владеть собой συγκρατιέμαι, συγκρατώ τόν ἐαυτό μου· мне не по себе разг δέν ἔχω διάθεση, δέν αίσθάνομαι καλά· за собой (позади) (ἀπό) πίσω μου· сам по себе αδτός καθ' ἐαυτός· προ \себя а) ἀπό μέσα Ι-οο, κατ· ἰδίαν (читать), б) μέ τό ἐαυτό μου, μόνος μου (торить)· быть себе на Уме́ разг εἶναι ιτονηρός, εἶναι τετραπέρατος· хорош собой ἔχει ὅμορφο πα-ροοσιαστικό· само собою разумеется εἶναι αὐτονόητα -
58 ценить
ценитьнесов прям., перен ἐκτιμώ:\ценить по заслу́гам ἐκτιμώ κατ' ἀξίαν высоко́ \ценить ἐκτιμώ πολύ· он слишком высоко́ себя ценит ἔχει πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό του· \цениться прям., перен ἔχω μεγάλη ἀξία:\цениться на вес золота перен εἶμαι ἐξαιρετικά πολύτιμος. -
59 εκτίμηση
[-ις (-εως)] η1) почитание, почёт, уважение;του έχω μεγάλη εκτίμηση — я его очень уважаю;
χαίρω μεγάλης εκτιμήσεως пользоваться большим уважением, быть в большом почёте;2) прям., перен. оценка;εκτίμηση ακινήτου — оценка недвижимого имущества;
εκτίμηση κέρδους (ζημίας) — определение дохода (ущерба);
εκτίμηση αποστάσεως — определение расстояния;
καταστάσεως (ενός γεγονότος) — оценка обстановки (события);κατ' εκτίμησιν — согласно оценке;
§ κατά την εκτίμησίν σου на твой вкус; по твоему усмотрению -
60 όψη
[-ις (-εως)] η1) взгляд; εκ πρώτης όψεως с первого взгляда; εξ όψεως с виду; на вид, по виду; κατ' όψιν по виду; 2) (внешний) вид; форма (вещи); облик, внешность, наружность (человека); γνωρίζω εξ όψεως знать в лицо;χάλασε η όψη — а) (вещь) испортилась, потеряла вид; — б) он изменился в лице;
3) сторона;προσθία όψη — фасад;
4) лицевая сторона (ткани); лицо (разг);§ έχω υπ' όψη — иметь в виду, не забывать;
δεν ξχω υπ' όψη — не знаю;
παίρνω υπ' όψη — или λαμβάνω υπ' όψιν — принимать во внимание, учитывать;
αυτό δεν παίρνεται υπ' όψη — это не принимается во внимание, не учитывается;
αν πάρουμε υπ' όψη — если учесть;
μην τα παίρνεις υπ' όψ' — не принимай всерьёз; — не обращай внимания;
εν
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
μετάσχεσις — μετάσχεσις, ἡ (Α) [μετέχω] μέθεξη, συμμετοχή («οὐκ ἔχεις ἀλλην τινὰ αἰτίαν τοῡ δύο γενέσθαι ἀλλ ἤ τὴν τῆς δυάδος μετάσχεσιν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ έχω (πρβλ. κατ έχω: κατά σχεσις)] … Dictionary of Greek
ευκάτοχος — εὐκάτοχος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συγκρατήσει εύκολα, ο ευκατάσχετος μσν. εκείνος που διατηρείται, που διαφυλάσσεται καλά και εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κάτ οχος (< κατ έχω)] … Dictionary of Greek
θεοκάτοχος — θεοκάτοχος, ον (Μ) αυτός που κατέχεται από τον θεό, που έχει δεχθεί τη θεία χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κάτ οχος (< κατ έχω)] … Dictionary of Greek
θυμοκάτοχος — θυμοκάτοχος, ον (Α) πάπ. 1. αυτός που συγκρατεί τον θυμό·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμοκάτοχον μαγικό ξόρκι για τη συγκράτηση τού θυμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κάτ οχος (< κατ έχω)] … Dictionary of Greek
κατάσχω — ενεργώ κατάσχεση, δημεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. αορ. κατά σχω τού ρ. κατ έχω. Κατ άλλη άποψη < κατάσχεση υποχωρητικά, η οποία δημιούργησε αρχικά έναν αόρ. κατάσχησα κι αυτός με τη σειρά του τον ενεστ. κατάσχω κατά το σχήμα πάσχησα: πάσχω] … Dictionary of Greek
ευκατάσχετος — εὐκατάσχετος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να σταματήσει, να συγκρατήσει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σχετος (< κατ έχω), πρβλ. α κατά σχετος, δυσ κατά σχετος] … Dictionary of Greek
καθέκτης — ο (Μ καθέκτης) 1. καταπακτή, οριζόντια πόρτα πάνω σε δάπεδο, η οποία εμποδίζει την κάθοδο σε υπόγειο, γκλαβανή 2. ναυτ. χαμηλό υπόστεγο που βρίσκεται πάνω από κάθε σκάλα καθόδου από το κατάστρωμα πλοίου προς το κύτος του, για να προστατεύει από… … Dictionary of Greek
καθεκτός — καθεκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.) 2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» επειδή η εξουσία δεν… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
εξοχή — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται Ν της λίμνης Στυμφαλίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου. Το 1826… … Dictionary of Greek