Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τεταγμένη

См. также в других словарях:

  • τεταγμένη — η, Ν μαθημ. βλ. τάσσω …   Dictionary of Greek

  • τεταγμένη — η η μία από τις δύο συντεταγμένες με τις οποίες προσδιορίζεται η θέση σημείου σε επίπεδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεταγμένη — τάσσω draw up in order of battle perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταγμένῃ — τάσσω draw up in order of battle perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταγμένηι — τεταγμένῃ , τάσσω draw up in order of battle perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • τεταγμένος — η, ο / τεταγμένος, η, ον, ΝΜΑ βλ. τάσσω. επίρρ... τεταγμένως Α 1. με τάξη, κανονικά («καλῶς καὶ τεταγμένως πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.) 2. μαθημ. (σχετικά με κώνους) σαν την τεταγμένη 3. (με αρθρ. θηλ.) ἡ τεταγμένως μαθημ. η τεταγμένη …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… …   Dictionary of Greek

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • СУДЬБА —     СУДЬБА (ειμαρμένη, fatum), понятие, выражающее зависимость от обстоятельств или высших сил. Нормативный греч. термин ειμαρμένη происходит от глагола μείρομαι («получать по жребию», «получать в удел»); того же корня μέρος, μοίρα, μόρος имеющие …   Античная философия

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»