-
41 enchorius
enchōrius, a, um (εγχώριος), inländisch, einheimisch, termini, lapides, Gromat. vet. 127, 2. p. 253, 21: venti, örtliche, Philarg. Verg. georg. 4, 298: aves (Ggstz. adventiciae), Isid. 12, 7, 1: avium genera (Ggstz. adventicia), Ambros. hexaëm. 5, 14.
-
42 χθόνιος
χθόνιος, 3, auch 2 Endgn, 1) in der Erde, im Schooße der Erde, unterirdi sch, wie καταχϑόνιος; Hes. Th. 697. 767; Ζεὺς χϑόνιος, der unterirdische Zeus, d. i. Hades, O. 467; κτυπεῖ Ζεὺς χϑ. Soph. O. C. 1606 (vgl. βροντήματα χϑόνια Aesch. Prom. 696, wie βροντὴ χϑ. Ar. Av. 1741); ϑεοὶ χϑόνιοι, die Götter der Unterwelt, Plut. Rom. 22; wie auch χϑόνιαι ϑεαί, unter denen bes. Demeter u. Persephone verstanden werden, Her. 6, 134. 7, 153; aber Soph. O. C. 1568 sind es die Erinyen; auch Hermes heißt so, als Führer der Todten, Aesch. Ch. 1. 122. 716; Soph. Ai. 819; Eur. Alc. 746; Aesch. bei Ar. Ran. 1124. 1143; στόμα Ἀΐδα Pind. P. 4, 48; χϑονίων μῆνις 4, 159; auch χϑονία φρήν, 5, 101; τοῠ χϑονίου δὲμας δαίμονος Aesch. Spt. 504; χϑόνιοι δαίμονες ἁγνοί Pers. 620; Suppl. 25 u. öfter; Soph. u. A.; ϑεός Eur. Phoen. 1331 u. öfter; u. so auch in Prosa, wie Plat. Legg. IV, 717 a u. öfter; unterirdisch, πορείαν οὐκ ἂν χϑονίαν καὶ τραχεῖαν πορεύεσϑαι, ἀλλὰ λείαν τε καὶ οὐρανίαν Rep. X, 619 e. – 2) auf der Erde, irdisch, von Erde, κόνις Aesch. Spt. 718. – 3) auch wie ἐγχώριος, im Lande, zum Lande gehörig, einheimisch, τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον ἐγὼ ξυνῄδη χϑόνιον ὄντα Soph. O. C. 952; u. so werden die Autochthonen bezeichnet durch χϑόνιοι, Ai. 201.
-
43 ἐγ-γενής
ἐγ-γενής, ές, eingeboren, einheimisch, Her. 2, 471 ξένος λόγῳ μέτοικος εἶτα δ' ἐγγενὴς φανήσεται Θηβαῖος Soph. O. R. 452; bes. ϑεοί, wie ἐγχώριος, Stamm-, Landesgötter, Aesch. Spt. 582; Soph. Ant. 199 u. öfter Tragg.; κῆδος ἐγγενές, angestammt, Aesch. Suppl. 330; πόνος Ch. 466; ἐγγενές ἐστιν αὐτοῖς ἀγαϑοῖς εἶναι Pind. N. 10, 51; τὰ ἐγγενῆ, das Verwandte, Soph. Ant. 659; so Ggstz ἢ δοῠλος ἢ κείνου τις ἐγγενής O. R. 1168; angeboren, νοῦς Soph. El. 1328. – Adv. ἐγγενῶς, Soph. O. R. 1225. – Bei B. A. 187. 259 ἀστός erkl.
-
44 καρτα
adv.1) очень, весьмаκ. δεόμενος Her. — усердно убеждая;
κ. θεραπεύειν τινά Her. — оказывать кому-л. чрезвычайное внимание;κ. οὐκ οἰκός ἐστι Her. — крайне неправдоподобно;κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος Aesch. — с виду весьма похожий2) вполне, целикомκ. μνείαν ἔχειν τινός Eur. — быть полным воспоминаний о ком(чем)-л.;
κ. ἐγχώριος Aesch. — чистокровный туземец;κ. δ΄ ὢν ἐπώνυμος πομπαῖος ἴσθι Aesch. — в точном соответствии с твоим прозвищем, будь (Оресту) проводником;κ. δ΄ εἰμὴ τοῦ πατρός Aesch. — я целиком на стороне отца;ἦ κ. и καὴ κ. Aesch., Soph. — конечно же, безусловно; -
45 местный
местн||ыйприл в разн. знач. τοπικός/ ἐντόπιος, ἐγχώριος (здешний, туземный):\местныйый житель ὁ ἐντόπιος· \местныйый · колорит τό τοπικό χρώμα· \местныйый говор ἡ ντοπιολαλιά, ἡ τοπική διάλεκτος· \местныйое явление τό τοπικό φαινόμενο· \местныйый наркоз мед. ἡ τοπική ἀναισθησία· \местныйые вли́сти οἱ τοπικές ἀρχές· \местныйый комитет см. местком. -
46 εγχωρία
-
47 ἐγχωρίᾳ
-
48 εγχωρίαις
-
49 ἐγχωρίαις
-
50 εγχωρίαν
-
51 ἐγχωρίαν
-
52 εγχωρίην
-
53 ἐγχωρίην
-
54 εγχωρίης
-
55 ἐγχωρίης
-
56 εγχώριαι
-
57 ἐγχώριαι
-
58 enchorius
enchōrius, a, um (εγχώριος), inländisch, einheimisch, termini, lapides, Gromat. vet. 127, 2. p. 253, 21: venti, örtliche, Philarg. Verg. georg. 4, 298: aves (Ggstz. adventiciae), Isid. 12, 7, 1: avium genera (Ggstz. adventicia), Ambros. hexaëm. 5, 14.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > enchorius
-
59 inland
-
60 местный
επ.1. τοπικός•местный обычай τοπική συνήθεια (έθιμο)•
местный говор διάλεκτος, τοπολαλιά;
2. μερικός, μη γενικός•-ое явление τοπικό φαινόμενο•
местный наркоз τοπική νάρκωση•
-ые органы власти τοπικά όργανα εξουσίας•
-ая газета τοπική εφημερίδα•
-ое самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•
-го значения τοπικής σημασίας.
|| εγχώριος, ντόπιος•-ые товары εγχώρια εμπορεύματα•
-ое население ντόπιος πληθυσμός.
εκφρ.- ое время – τοπική ώρα•местный колорит – τοπική χροιά (έργων τέχνης)•местный падеж – (γραμμ.) τοπική (προθετική) πτώση.
См. также в других словарях:
ἐγχώριος — in masc nom sg ἐγχώριος in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγχώριος — α, ο (AM ἐγχώριος, ον) 1. (για προϊόντα) αυτός που παράγεται στη χώρα, εντόπιος 2. ως ουσ. μόνιμος κάτοικος ενός τόπου αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη χώρα («ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί», Πίνδ.) 2. τοπικός 3. αγροτικός 4. (το ουδ. ως επίρρ … Dictionary of Greek
εγχώριος — α, ο που ανήκει σε κάποια χώρα, που προέρχεται ή παράγεται από αυτή, ντόπιος: Εγχώρια προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγχωρίως — ἐγχώριος in adverbial ἐγχώριος in masc acc pl (doric) ἐγχώριος in adverbial ἐγχώριος in masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχώριον — ἐγχώριος in masc acc sg ἐγχώριος in neut nom/voc/acc sg ἐγχώριος in masc/fem acc sg ἐγχώριος in neut nom/voc/acc sg ἐγχωρέω give room imperf ind act 3rd pl (doric) ἐγχωρέω give room imperf ind act 1st sg (doric) ἐγχωρέω give room imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίων — ἐγχώριος in fem gen pl ἐγχώριος in masc/neut gen pl ἐγχώριος in masc/fem/neut gen pl ἐγχωρέω give room pres part act masc nom sg (doric) ἐγχωρέω give room pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίοις — ἐγχώριος in masc/neut dat pl ἐγχώριος in masc/fem/neut dat pl ἐγχωρέω give room pres opt act 2nd sg (doric) ἐγχωρέω give room pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίου — ἐγχώριος in masc/neut gen sg ἐγχώριος in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίους — ἐγχώριος in masc acc pl ἐγχώριος in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίῳ — ἐγχώριος in masc/neut dat sg ἐγχώριος in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχώρια — ἐγχώριος in neut nom/voc/acc pl ἐγχώριος in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)