-
21 εγχωρος
-
22 здешний
здешний εγχώριος ντόπιος (местный) я \здешний είμαι απ' εδώ* * *εγχώριος; ντόπιος ( местный)я зде́шний — είμαι απ'εδώ
-
23 местный
местный в рази. знач. τοπικός· ντόπιος, εγχώριος (туземный); \местныйое время η τοπική ώρα· \местный житель о ντόπιος ◇ \местный наркоз η τοπική αναισθησίοι* * *в разн. знач.τοπικός; ντόπιος, εγχώριος ( туземный)ме́стное вре́мя — η τοπική ώρα
ме́стный жи́тель — ο ντόπιος
••ме́стный нарко́з — η τοπική αναισθησία
-
24 εγχωρίας
-
25 ἐγχωρίας
-
26 εγχωρίοις
ἐγχώριοςin: masc /neut dat plἐγχώριοςin: masc /fem /neut dat plἐγχωρέωgive room: pres opt act 2nd sg (doric)ἐγχωρέωgive room: pres opt act 2nd sg (doric) -
27 ἐγχωρίοις
ἐγχώριοςin: masc /neut dat plἐγχώριοςin: masc /fem /neut dat plἐγχωρέωgive room: pres opt act 2nd sg (doric)ἐγχωρέωgive room: pres opt act 2nd sg (doric) -
28 εγχωρίου
-
29 ἐγχωρίου
-
30 εγχωρίους
-
31 ἐγχωρίους
-
32 εγχωρίω
-
33 ἐγχωρίῳ
-
34 εγχωρίωι
-
35 ἐγχωρίωι
-
36 εγχώρια
-
37 ἐγχώρια
-
38 εγχώριοι
-
39 ἐγχώριοι
-
40 Native
adj.Opposed to foreign: P. and V. ἐγχώριος, ἐπιχώριος, P. ἔνδημος, V. ἐγγενής, γενέθλιος.Living in a country: P. and V. ἐγχώριος, ἐπιχώριος, ἔντοπος (Plat.).According to your native customs: V. κατὰ νόμους τοὺς οἴκοθεν (Æsch., Supp. 390).——————subs.Citizen: P. and V. πολίτης, ὁ, ἀστός, ὁ.Inhabitant: P. and V. οἰκήτωρ, ὁ, οἰκητής, ὁ (Plat.); see Inhabitant.Be a native of v.: see Inhabit.Natives, indigenous inhabitants: P. and V. αὐτόχθονες, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Native
См. также в других словарях:
ἐγχώριος — in masc nom sg ἐγχώριος in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγχώριος — α, ο (AM ἐγχώριος, ον) 1. (για προϊόντα) αυτός που παράγεται στη χώρα, εντόπιος 2. ως ουσ. μόνιμος κάτοικος ενός τόπου αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη χώρα («ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί», Πίνδ.) 2. τοπικός 3. αγροτικός 4. (το ουδ. ως επίρρ … Dictionary of Greek
εγχώριος — α, ο που ανήκει σε κάποια χώρα, που προέρχεται ή παράγεται από αυτή, ντόπιος: Εγχώρια προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγχωρίως — ἐγχώριος in adverbial ἐγχώριος in masc acc pl (doric) ἐγχώριος in adverbial ἐγχώριος in masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχώριον — ἐγχώριος in masc acc sg ἐγχώριος in neut nom/voc/acc sg ἐγχώριος in masc/fem acc sg ἐγχώριος in neut nom/voc/acc sg ἐγχωρέω give room imperf ind act 3rd pl (doric) ἐγχωρέω give room imperf ind act 1st sg (doric) ἐγχωρέω give room imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίων — ἐγχώριος in fem gen pl ἐγχώριος in masc/neut gen pl ἐγχώριος in masc/fem/neut gen pl ἐγχωρέω give room pres part act masc nom sg (doric) ἐγχωρέω give room pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίοις — ἐγχώριος in masc/neut dat pl ἐγχώριος in masc/fem/neut dat pl ἐγχωρέω give room pres opt act 2nd sg (doric) ἐγχωρέω give room pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίου — ἐγχώριος in masc/neut gen sg ἐγχώριος in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίους — ἐγχώριος in masc acc pl ἐγχώριος in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωρίῳ — ἐγχώριος in masc/neut dat sg ἐγχώριος in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχώρια — ἐγχώριος in neut nom/voc/acc pl ἐγχώριος in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)