-
1 εγγενως
в силу родства, по врожденной склонностиἐ. τῶν Λαβδακείων δωμάτων Soph. — по прирожденной преданности дому Лабдакидов
-
2 εγγενώς
-
3 ἐγγενῶς
-
4 ἐγ-γενής
ἐγ-γενής, ές, eingeboren, einheimisch, Her. 2, 471 ξένος λόγῳ μέτοικος εἶτα δ' ἐγγενὴς φανήσεται Θηβαῖος Soph. O. R. 452; bes. ϑεοί, wie ἐγχώριος, Stamm-, Landesgötter, Aesch. Spt. 582; Soph. Ant. 199 u. öfter Tragg.; κῆδος ἐγγενές, angestammt, Aesch. Suppl. 330; πόνος Ch. 466; ἐγγενές ἐστιν αὐτοῖς ἀγαϑοῖς εἶναι Pind. N. 10, 51; τὰ ἐγγενῆ, das Verwandte, Soph. Ant. 659; so Ggstz ἢ δοῠλος ἢ κείνου τις ἐγγενής O. R. 1168; angeboren, νοῦς Soph. El. 1328. – Adv. ἐγγενῶς, Soph. O. R. 1225. – Bei B. A. 187. 259 ἀστός erkl.
См. также в других словарях:
ἐγγενῶς — ἐγγενής native adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφυής — ἐμφυής, ές (Α) 1. ο υπάρχων εκ φύσεως, έμφυτος, εγγενής, φυσικός 2. εγκεντρισμένος, εμφυτευμένος. επίρρ... ἐμφυῶς εμφύτως, εγγενώς, φυσικώς … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
παδίνα — Φαιοφύκος (παδίνα η ταώνειος) της τάξης των κυκλοσποριδών, που συναντάται σε μεγάλες ποσότητες στα αβαθή ύδατα των παραλίων όλων σχεδόν των θαλασσών, όπου σχηματίζει όμορφες πυκνές αποικίες. Ο θαλός τους, που θυμίζει βεντάλια, χωρίζεται σε πλήθος … Dictionary of Greek
ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… … Dictionary of Greek
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek
σπόριο — Μικροσκοπικό όργανο, μονοκύτταρο ή όχι, της αγενούς αναπαραγωγής των θαλλόφυτων, βρυόφυτων, πτεριδόφυτων, που γι’ αυτό ονομάζονται από μερικούς και σποριόφυτα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα φυτά τα λεγόμενα σπερματόφυτα, στα οποία η αναπαραγωγή… … Dictionary of Greek
χλωροφύκη — (χλωρόφυτα). Πράσινα φύκη, άλλοτε μικροσκοπικά, ακίνητα ή κινητά, και άλλοτε με αξιοσημείωτες διαστάσεις, το χρώμα των οποίων καθορίζεται από την παρουσία της χλωροφύλλης, που δεν καλύπτεται από άλλες χρωστικές ουσίες. Τα τοιχώματα των κυττάρων… … Dictionary of Greek
ωοζωίδιο — το, Ν ζωολ. (στα χιτωνόζωα) άτομο που εκκολάπτεται από το αβγό και δίνει με εκβλάστηση μορφές που αναπαράγονται εγγενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. oozoid < ωό(ν) + ζωίδιο(ν)] … Dictionary of Greek
ωομύκητες — (oomycιtes). Τάξη της κλάσης των φυκομυκήτων. Περιλαμβάνει μικρομύκητες, με μυκήλιο αρχικά μονοπύρηνο και μετά πολυπύρηνο. Πολλαπλασιάζονται αγενώς με ζωοσπόρια και σπάνια με κονίδια, και εγγενώς με ωοσπόρια, μονήρη ή πολλά, τα οποία παράγονται… … Dictionary of Greek
βρυόφυτα — Φυτά γνωστά ως βρύα ή μούσκλια, που συγκροτούν μια υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου και περιλαμβάνουν τα φυλλόβρυα, τα ηπατικά και τα ανθοκεροτά. Είναι φυτά κρυπτόγαμα, πράσινα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την απουσία τυπικών λουλουδιών, καρπών… … Dictionary of Greek