-
1 εγερτήριον
-
2 ἐγερτήριον
-
3 ἐγερτήριον
ἐγερτήριον, τό, das Anreizungsmittel; Ael. V. H. 2, 44 N. A. 13, 14; B. A. p. 13, 14.
-
4 ἐγερτήριον
ἐγερτήριον, τό, das Anreizungsmittel -
5 ἐγερτήριον
ἐγερ-τήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερτήριον
-
6 εγερτήρια
-
7 ἐγερτήρια
-
8 ἐγείρω
Grammatical information: v.Meaning: `awaken, rouse, raise';Other forms: Aor. ἐγεῖραι, fut. ἐγερῶ, late perf. ἐγήγερκα; ἐγείρομαι, aor. ἐγρέσθαι `rise' with new present ἔγρομαι, ἔγρω (E.), perf. ἐγρήγορα `I am awake' with ep. forms ipv. ἐγρήγορθε, inf. - θαι, 3. plur. ind. -θᾱσι, part. - ορόων (see Chantraine Gramm. hom. 1, 429 w. n. 2 and 359; Schwyzer 800 n. 8 and 540 n. 4); new pres. γρηγορέω (hellenist.; Schwyzer 768 w. n. 1), also ἐγρηγορέω (Debrunner IF 47, 356).Compounds: Often with prefix: ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπ- etc. As 1. member in ἐγρε-κύδοιμος (Hes.), ἐγρε-μάχᾱς (S.) etc.; cf. ἐγερσι- below.Derivatives: ἔγερσις `awakening' (Ion. Att.) with ἐγέρσιμος ( ὕπνος Theoc. 24, 7; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 102), often with prefix ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπ-έγερσις; also as 1. member in late comp., e. g. ἐγερσι-μάχᾱς (AP); ἐγερτήριον `awakening' (Ael.); ἐξ-εγέρτης `who rises' (pap.); ( δι-, ἐπ-)ἐγερτικός `raising' Pl.); ἀν-εγέρμων `vigilant' (AP); ἐγερτί adv. `id.' (Heraklit.). - From the perfect: ἐγρήγορσις `watch' (Hp., Arist.), ἐγρηγορικός `watching' (Arist.), ἐγρηγορότως adv. `id.' (Plu., Luc.), ἐγρήγορος `id.' (Adam.), ἐγρηγορτί adv. `awake' (Κ 182). - Lengthened present ἐγρήσσω `be awake' ( πάννυχοι ἐγρήσσοντες Λ 551)after the verbs in - σσω like πτήσσω, κνώσσω, s. Chantraine Gramm. hom. 1, 335 (doubtful Schwyzer 648 n. 3).Etymology: The perf. ἐγρήγορα resembles Skt. jā-gā́ra, Av. ǰa-gāra `I am awake' from * h₁g(r)e-h₁gor- (-᾽γρ- from the aorist ἐγρέσθαι?). Uncertain is Lat. expergīscor. - On ModGr. γέρνω (aor. ἔγειρα) `incline, sink' s. Hatzidakis Glotta 22, 131.Page in Frisk: 1,437-438Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐγείρω
См. также в других словарях:
ἐγερτήριον — excitement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτήρια — ἐγερτήριον excitement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγερτήριο — το (AM ἐγερτήριον) νεοελλ. 1. πρωινό σάλπισμα για να ξυπνήσουν οι στρατιώτες 2. επιτραπέζιο ρολόι που χτυπά για να ξυπνά τον κοιμισμένο, ξυπνητήρι (αρχ. μσν.) 1. μέσο διέγερσης 2. προτροπή, παρακίνηση … Dictionary of Greek
Συνοδινός, Παναγιώτης — (1836 – 1912). Ποιητής και πεζογράφος. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος και νομάρχης σε διάφορους νομούς. Το όνομά του συνδέεται κυρίως με την πατριωτική ποίηση της εποχής του, της οποίας ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους. Μνημονεύεται… … Dictionary of Greek