-
1 εγγυητή
ἐγγυητήςone who gives security: masc dat sg (attic epic ionic)ἐγγυητόςplighted: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐγγυητῇ
ἐγγυητήςone who gives security: masc dat sg (attic epic ionic)ἐγγυητόςplighted: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 εγγυητή
-
4 ἐγγυητή
-
5 εγγυητήι
ἐγγυητῇ, ἐγγυητήςone who gives security: masc dat sg (attic epic ionic)ἐγγυητῇ, ἐγγυητόςplighted: fem dat sg (attic epic ionic) -
6 ἐγγυητῆι
ἐγγυητῇ, ἐγγυητήςone who gives security: masc dat sg (attic epic ionic)ἐγγυητῇ, ἐγγυητόςplighted: fem dat sg (attic epic ionic) -
7 ἐγγυητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγυητός
-
8 ἐγγύη
Grammatical information: f.Meaning: `surety, betrothal' (seit Od.).Compounds: In ὑπ-έγγυος `under surity, responsable' (A., Hdt.), προ-έγγυος, πρώγγυος `guarantee' (Heraklea, etc.) with προ-εγγυάομαι, πρωγγυεύω, προεγγύησις and in φερ-έγγυος `give surety, guarantee' (Hdt.), ἐχ-έγγυος `giving surety' (S.).Derivatives: ἐγγυάω, - άομαι `give surety, be surety, guarantee marriage, betrothe' (Od.), also δι-, ἐξ-εγγυάω a. o., with ἐγγύησις ( δι-, ἐξ- ἐγγύη) `surity, betrothal etc.' (D., Is.; cf. Holt Les noms d'action en - σις 156f.), ἐγγύημα ( δι- ἐγγύη) `id.' (pap.), ἐγγυητής `surity' (Ion. Att.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 183 and 226f.), f. ἐγγυήτρια (pap.); ἐγγυητή `betrothed' (Att.); ἐγγυητικός `belonging to the surity' (Heph. Astr.); postverbal ἔγγυος m. `guarantor' (Thgn., inscr.), also adj. `guaranteed' (Them.; s. below). - Beside ἐγγυάω also ἐγγυεύω (Delph.).Origin: IE [Indo-European] {403] *gou- `hand'Etymology: Probably ἐγγύη and ἐγγυάω contain the prep. ἐν and a lost word for `hand', preserved in Av. gava `both hands' and also in ὑπό-γυ(ι)ος `imminent, sudden', prop. `under hands'? (Ion. Att.). Further in Greek γύαλον, γύης, γυῖα (s. vv.), in other languages e. g. Lith. gáunu `get, obtain'; s. Pok. 403f., Fraenkel Lit. et. Wb. s. gáuti. - So probably ἐγγυάω and ἐγγυαλίζω `give in hands'. - On the meaning of ἐγγύη, ἔγγυος, ἐγγυητής E. Kretschmer Glotta 18, 89f., Gernet Mélanges Boisacq 1, 395. S. also ἐγγύς. See γύη(ς)}.Page in Frisk: 1,436-437Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐγγύη
См. также в других словарях:
ἐγγυητῇ — ἐγγυητής one who gives security masc dat sg (attic epic ionic) ἐγγυητός plighted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυητή — ἐγγυητός plighted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυητῆι — ἐγγυητῇ , ἐγγυητής one who gives security masc dat sg (attic epic ionic) ἐγγυητῇ , ἐγγυητός plighted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
δίζηση — η (Α δίζησις) [δίζημαι] νεοελλ. «διζήσεως ευεργέτημα» το δικαίωμα τού εγγυητή να αρνηθεί την καταβολή οφειλής μέχρις ότου ο δανειστής προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση εναντίον τού πρωτοφειλέτη αρχ. έρευνα, ανάκριση, εξέταση … Dictionary of Greek
διεγγυώ — διεγγυῶ ( άω) (Α) [εγγυώ] Ι. 1. δίνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου 2. υπόσχομαι 3. παρέχω εγγύηση, ασφάλεια 4. παρέχω ως ενέχυρο 5. υποθηκεύω την περιουσία μου II. διεγγυώμαι 1. παίρνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου 2. βρίσκω εγγυητή … Dictionary of Greek
ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… … Dictionary of Greek
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
μετεγγυητής — ο (Α μετεγγυητής) νεοελλ. (νομ.) ο εγγυητής τού εγγυητή αρχ. ο μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐγγυητής, μέσω ενός αμάρτυρου *μετεγγυῶ] … Dictionary of Greek
μετεγγύηση — η (νομ.) ιδιαίτερη μορφή εγγύησης η οποία συνίσταται στο ότι ένας δεύτερος εγγυητής παρέχει εγγύηση για τον πρώτο εγγυητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εγγύηση μέσω ενός αμάρτυρου *μετεγγυῶ] … Dictionary of Greek